Δημιουργική γραφή 2018-19


Δημιουργική Γραφή
Σχολικό Έτος 2018-19
Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Βασιλική Σταμάτη





Το παιδί της μαθήτριας Χριστίνας Νούλα
Ξύπνησε όταν το φεγγάρι βρισκόταν ακριβώς από πάνω του. Οι εφιάλτες που είχε τις τελευταίες μέρες δεν τον άφηναν να κοιμάται πάνω από δύο ώρες συνεχόμενα. Κοίταξε το νυχτερινό ουρανό ξεχνώντας για λίγο τα πράγματα που συνέβησαν στο μυαλουδάκι του όσο κοιμόταν. Τα αστέρια λαμπύριζαν στον ουρανό και το φεγγάρι, ολόγιομο  έτσι που ήταν, έλουζε με φως το μέρος γύρω του. Μέσα σε όλη αυτή τη σκληρότητα του κόσμου, η φύση γύρω φάνταζε πανέμορφη, πόσο θα ήθελε να είναι ένα κομμάτι της ομορφιάς αυτής, σκέφτηκε.

 Το κρύο, από την υγρασία, γκαζόν, που ακουμπούσε την κοκκαλιάρικη πλάτη του και τον έκανε να τρέμει, δεν τον πείραζε πια. Έξι χρόνια που ζούσε,  το γκαζόν ήταν το στρώμα του και το είχε συνηθίσει. Σηκώθηκε όρθιος, το νηστικό του κορμί τον έκανε κοντό για την ηλικία του. Ξεκίνησε να ψάχνει κάτι, για να φάει, αφού η πρησμένη κοιλιά του, μέσα από το κουρελάκι που φορούσε για να προστατεύεται από τη ψύχρα, άρχισε να δονείται από τη πείνα.

Πέρασε μισή ώρα που περιπλανιόταν από κάδο σε κάδο και από μαγαζάκι σε μαγαζάκι μήπως βρει κάτι να γεμίσει το μικρό στομάχι του και τα πόδια του είχαν γεμίσει πληγές από τα χαλίκια. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω σιγά σιγά και να ψάξει ξανά αργότερα για φαγητό. Είχε πολύ ώρα μέχρι να αρχίσει να ξημερώνει οπότε επιβράδυνε το βήμα του και αφέθηκε στην ομορφιά της νύχτας. Πυγολαμπίδες πετούσαν τριγύρω,  ενώ γάτες  πηδούσαν από σκέπη σε σκεπή κυνηγώντας ποντικάκια, και σκοτάδι, σκοτάδι παντού.

Ξάφνου παρατήρησε μια φιγούρα να τον παρακολουθεί πίσω από ένα ανοιχτό παράθυρο. Κρατούσε ένα φαναράκι στο χέρι κι έτσι ξεχώριζε μέσα στο μαύρο της νύχτας. Ο μικρός πλησίασε το παράθυρο και η φιγούρα δεν κουνήθηκε. Όταν ήταν επιτέλους μια ανάσα μακριά από το ανοιχτό τζάμι, η φιγούρα έπαψε να είναι θολή και έγινε επιτέλους αγόρι. Τώρα πια κοιτούσαν μέσα στα μάτια το ένα το άλλο, μέχρι που το αγόρι που βρισκόταν μέσα στο σπίτι αποφάσισε να βγει έξω. Χωρίς κανένα να μιλάει άρχισαν να περπατάνε δίπλα δίπλα. Το μυστήριο αγόρι ήταν καλά ντυμένο, καθώς ήταν από σπίτι και δεν ένιωθε το κρύο, ενώ ο άλλος μικρός έτρεμε.

Έφτασαν στο γρασίδι όπου συνήθιζε να κοιμάται, και το άγνωστο αγόρι έβγαλε τη ρομπίτσα του και την έστρωσε χάμω, έτσι που και τα δύο χωρούσαν να ξαπλώσουν. Έβγαλε από τη τσέπη του παντελονιού του δύο μεγάλα κομμάτια ψωμιού και κρατώντας το ένα έδωσε το άλλο στο πεινασμένο αγόρι. Ξάπλωσαν με γεμάτη κοιλίτσα, χαμογελαστά και τα δύο.

Δεν πέρασε ώρα μέχρι να  αποκοιμηθούνε αγαπημένα και αγκαλιά, σκεπασμένα με τη ρόμπα. Κι έτσι οι εφιάλτες σταμάτησαν και η φύση σαν να τα πήρε αγκαλιά και τα έκανε το πιο ωραίο κομμάτι της ομορφιάς της.


Η έκπληξη του μαθητή Γιάννη Καραγκούνη
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν… (Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις). Αυτό το ρητό με σημάδεψε και ήταν πάντα στο μυαλό μου. Ξεκίνησα μια ήρεμη ζωή, γεμάτη επιτυχίες. Ήδη από την 3η Γυμνασίου είχα διακριθεί σε τέσσερις διαγωνισμούς. Ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να επιλέξω σχολές που θα ήθελα να περάσω στις Πανελλήνιες, διάλεξα ως πρώτη τη σχολή της Αστυνομίας. Όταν τελικά οι φίλοι μου κι εγώ καταφέραμε να περάσουμε επιτυχώς στη σχολή, μια πελώρια ευτυχία μας διαπέρασε. Μας είπαν να παρουσιαστούμε τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, δηλαδή στις 15 Σεπτεμβρίου του 1997. Την τελευταία μέρα του Αυγούστου του 1997, η παρέα μου κι εγώ είπαμε να γιορτάσουμε την επικείμενη επιτυχία μας. Πήγαμε λοιπόν, σε μια ωραία καφετέρια. Ως γνωστόν, σε κάθε παρέα υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ανθρώπων. Έτσι και στη δική μου υπήρχαν δύο… ΑΛΑΝΙΑ. Καθώς βρισκόντουσαν σε μια εορταστική διάθεση πρότειναν να πάμε σε ένα μπαρ, για να ολοκληρώσουμε τη γιορτή μας. Μετά από αρκετή ώρα φύγαμε. Το επόμενο πρωί ξύπνησα με πονοκέφαλο και αισθανόμουν ατονία. Κάποια στιγμή άκουσα τον πατέρα μου να λέει «Δεν θα το επιτρέψω. Θα βρω μια λύση. Για το καλό όλων μας. Και για μας και γι’ αυτόν». Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβη. Τότε δυο ένστολοι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι μου. Πανικοβλήθηκα. Μετά από λίγο… έφυγαν. Είχε θολώσει το μυαλό μου, λες και ήμουν κάποιος εγκληματίας… ένα φτηνό κατακάθι που βρισκόταν στον πάτο της κοινωνίας. Παράξενο συναίσθημα, ειδικά για έναν νομοταγή πολίτη, όπως εγώ.

Μετά από χρόνια, όταν πλέον έγινα αξιωματικός, με παρασημοφόρησαν, ωστόσο συνέχιζα να νιώθω το ίδιο συναίσθημα που ένιωθα και τότε. Μετά από καιρό έφεραν τον Άκη Πάνου, το συνθέτη στη φυλακή. Αυτός απέδειξε σε όλους πως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, καθώς απέδειξε πως δεν είναι το πιο πολύτιμο μέταλλο.

Μήπως κι εγώ ήμουν έτσι; Ένας φονιάς; Ή μήπως όχι; Τέλος πάντων, αύριο θα γνωρίζω, γιατί ο ανακριτής τελικά θα καταλάβει, αν είμαι ένας διεφθαρμένος ή ένας τίμιος πολίτης κι αστυνομικός.

Δίχως παρελθόν του μαθητή Στέφανου Μήτσιου
Μεγάλη Βρετανία 1772. Κάπου στη μέση της βιομηχανικής  επανάστασης .Κάπου στη μέση της ζωής του. Ήταν περίπου είκοσι δύο ετών. Ίσως μερικοί αναρωτηθούν ή διαφωνήσουν  με την ηλικία των είκοσι δύο ως μισά της ζωής ενός  συνηθισμένου-καθημερινού-ανθρώπου, ωστόσο εγώ θα τη χαρακτήριζα ακόμη και ‘παρατραβηγμένη’ καθώς ο μέσος όρος ηλικίας των κατοίκων του Λονδίνου εκείνη την εποχή δεν ξεπερνούσε  τα τριάντα. Είχε μία εξαιρετικά δύσκολη ζωή όπως και οι περισσότεροι συμπολίτες του. Κάθε μήνα δεν εισέπραττε πάνω από πενήντα λίρες ενώ δούλευε ασταμάτητα για δώδεκα ώρες την ημέρα. Στη συνέχεια επέστρεφε στο άθλιο διαμέρισμά του (δύσκολα χαρακτηρίζεται διαμέρισμα) που το μοιράζονταν με καμιά δεκαριά ιδρωμένους άντρες και κοιμόταν σε αρκετά μπλεγμένα σύρματα που στο παρελθόν το ονόμαζαν κρεβάτι. 

Δεν άντεξε άλλο πια αυτή την κακουχία. Έκατσε πάνω σε κάτι σκουριασμένα σίδερα και έβγαλε από την τσέπη του ένα λίγο τσαλακωμένο χάρτινο κουτάκι , το άνοιξε και τράβηξε από μέσα ένα μισοδιαλυμένο τσιγάρο. Το άναψε βιαστικά και εισέπνευσε. Για κακή του τύχη δεν είχε παρατηρήσει τον υπεύθυνο του εργοστασίου ο οποίος έτρεξε νευρικά προς αυτόν. Τον άρπαξε από το λαδωμένο εργατικό μπλουζάκι του και τον πέταξε έξω από το εργοτάξιο σε λιγότερο από ένα λεπτό της ώρας. Θα πει κανείς ότι μοιάζει με σενάριο κινούμενων σχεδίων. Δεν αμφισβητώ.

Γύρισε στο μικρό διαμέρισμα. Δεν ένοιωθε τίποτα. Αντιθέτως ήταν και κάπως ευχαριστημένος. Ένα αίσθημα ελευθερίας που δεν είχε ξανανιώσει. Μόνο τον προβλημάτιζε τι θα κάνει τώρα. Πώς θα ζήσει; Για την ώρα έκανε ένα κρύο ντουζ (δεν είχε ούτως ή άλλως ζεστό νερό Δεκέμβριο μήνα), στη συνέχεια έβαλε το φθηνό κουστούμι του, το καλό του παντελόνι και έφυγε από το άθλιο διαμέρισμα στο δεν θα επέστρεφε ξανά.

Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έκανε μία βόλτα στην πόλη. Συνήθως δούλευε, κοιμόταν και ξαναδούλευε. Περπατούσε στους χωματένιους και πλακόστρωτους δρόμους. Δεν ήταν τόσο άσχημη  πόλη όπως την είχε μέχρι τότε στο μυαλό του. Πέρασε από ένα μικρό φούρνο. Άνοιξε απαλά  την πόρτα. Δεν ήταν κανένας εκείνη τη στιγμή στο ταμείο. Έπιασε δυο καρβέλια ψωμί και εξαφανίστηκε. Δεν ήταν πρώτη φορά. Πολύ συχνά έκλεβαν κάνα φρούτο από έναν υπαίθριο μανάβη ή λίγο ψωμί από ένα φούρνο για να τα βγάλουν πέρα την ημέρα. Οι πενήντα λίρες δεν έφταναν για να ζήσει ένας καθημερινός άνθρωπος, για αυτό αναγκάζονταν να καταφύγουν σε μικροκλοπές έτσι ώστε να εξασφαλίσουν  μία ,έστω και, ολιγόχρονη ζωή.

Μέσα από τα πολλά διαφορετικά στενά έφτασε στον Τάμεση ποταμό. Ήταν σκουρόχρωμος έχοντας μία απόχρωση του καφέ. Τα ποτάμια δεν είναι μπλε αναρωτήθηκε. Διέσχισε την γέφυρα του Γουέστμινστερ και έφτασε μπροστά από το Μπιγκ Μπεν. Περπάτησε αρκετή ώρα κατά μήκος του ποταμού ώσπου παρατήρησε κάτι που του έκανε ιδιαίτερη  εντύπωση. Μια τεράστια άμαξα οδηγούμενη από τέσσερα λευκά άλογα και ένα διώροφο δωματιάκι να σέρνεται σε τέσσερεις επιχρυσωμένους τροχούς. Ήταν η ωραιότερη άμαξα που είχε δει. Την ακολούθησε τάχα αδιάφορα έχοντας περιέργεια για το φορτίο και τον προορισμό της. Σταμάτησε σε ένα ακόμα στενό δρομάκι. Στα δεξιά υπήρχε μια όμορφη πόρτα. Από την άμαξα βγήκε μια σχετικά νέα γυναίκα φορώντας ένα εκθαμβωτικό φόρεμα συνοδευόμενη από δύο αξιωματικούς της βασιλικής φρουράς. Αυτοί του έκαναν περισσότερη εντύπωση. Στο κεφάλι τους στέκονταν δυο γούνινα καπέλα. Οι κόκκινες στολές τους στολίζονταν με χρυσά κουμπιά. Ακόμη και τα σκοτεινά τους όπλα διέθεταν κάτι το αριστοκρατικό.

Πέρασε δίπλα από την άμαξα τη στιγμή που οι δυο φρουροί με την -πλούσια -υπέθεσε- γυναίκα  άνοιγαν την ακριβή αυτή πόρτα. Έριξε μία κρυφή ματιά στο εσωτερικό της άμαξας και παρατήρησε ένα κόκκινο κουτάκι να στέκετε ακριβώς στο κέντρο, σε μία κατασκευή φτιαγμένη ειδικά για αυτό. Δεν το σκέφτηκε αρκετή ώρα, δεν είχε αρκετή ώρα. Ο οδηγός της άμαξας σήκωσε το μαστίγιο για να δώσει το μήνυμα στα άλογα να ξεκινήσουν. Τέντωσε το χέρι του και κάλυψε το κόκκινο κουτάκι μέσα στην παλάμη του. Ότι και αν ήταν εκεί μέσα θα άξιζε αρκετά για να του καλύψει τα έξοδα τουλάχιστον του μισού χρόνου. Δεν πρόλαβε να το βάλει στην φαρδιά τσέπη του όταν άκουσε την αυστηρή φωνή του φρουρού να φωνάζει κάτι. Δεν κατάλαβε, υπήρχε πολύ φασαρία από το χλιμίντρισμα των αλόγων. Παρόλα  αυτά άκουσε κάτι σαν «είσαι νεκρός» ή «είσαι καυτός». (πιθανότατα το πρώτο).

Ο εγκέφαλός του έδωσε σε  κλάσματα του δευτερολέπτου την εντολή στο σώμα του να τρέξει. Την στιγμή που έφυγε από το στενό δρομάκι μία σφαίρα ακούστηκε να χτυπά βίαια  τον τοίχο πίσω του. Ο καρδιακός του μυς έκανε μία απότομη διαστολή και η ανάσα του έχασε για λίγο τον προσανατολισμό της. Τα πόδια του άρχισαν να κινούνται ακόμα γρηγορότερα. Ο φόβος του τον έκανε να ξεπεράσει τα όρια του σώματός του.

Ακολούθησε ένα άνισο κυνηγητό ανάμεσα σε αυτόν και τους δύο (νόμιζε)  ένοπλους αξιωματικούς.  Έφτιαξε ένα γρήγορο πλάνο στο μυαλό του πως θα γλυτώσει. Θα περάσω έξω από το Μπιγκ Μπεν, θα γίνω ένα με τον κόσμο, θα διαβώ την γέφυρα του Γουέστμινστερ και στη συνέχεια θα γυρίσω στα εργοστάσια. Κανείς δε θα τον έβρισκε αν κατάφερνε να φτάσει στην φτωχογειτονιά όπου μεγάλωσε.
Έτσι και έκανε. Έγινε ένα με την μάζα των άγγλων εργαζομένων, των φτωχών γυναικόπαιδων και των πλουσίων. Μπλέχτηκε με τις φωνές μικροπωλητών, ζητιάνων και παιδιών. Δεν κοιτούσε πίσω. Ενώ διέσχιζε την γέφυρα και περπατούσε με έναν γρήγορο ρυθμό έτσι ώστε να μην γίνεται αντιληπτός ένας ακόμη πυροβολισμός ακούστηκε δυνατά και ησυχία εξαπλώθηκε στη γέφυρα. Αυτός βρισκόταν ακριβώς στη μέση της πέτρινης κατασκευής όταν παρατήρησε ότι ήταν εγκλωβισμένος. Όλοι οι πολίτες στέκονταν ακίνητοι στη θέα των απόλυτα πειθαρχημένων στρατιωτών. Οι δύο φρουροί με τα γούνινα καπέλα αρχίσανε να ψάχνουν για τον ληστή του κόκκινου κουτιού. Θα το έπιαναν ,δεν υπήρχε διαφυγή. Ο ένας φρουρός τώρα τον πλησιάζει. Δεν έχουν περισσότερα από έξι πόδια απόσταση. Αυτός βγάζει με αργές κινήσεις το σιωπηλό κουτάκι από την τσέπη του και το ανοίγει. Μέσα βρίσκεται ένα γυαλιστερό διαμάντι περίπου δύο εκατοστών πλάτους και ύψους. Θεέ μου πόσο λαμπύριζε. Με μία γρήγορη και απαλή κίνηση βάζει το διαμάντι στο στόμα του. Κλείνει το βασιλικό κουτί, το αφήνει στο έδαφος και με μία ήρεμη κλοτσιά το σπρώχνει αρκετά πόδια μακριά του. Οι φρουροί το πρόσεξαν μετά από δύο δευτερόλεπτα και κατευθείαν κινήθηκαν προς αυτό.

Ένα σιδερένιο ατμόπλοιο περνάει τώρα κάτω από την πέτρινη γέφυρα. Τα πόδια του τρέμουν. Η καρδιά του χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζει ότι θα την ακούσουν οι φρουροί και θα τον σκοτώσουν. Σπρώχνει δυνατά έναν ηλικιωμένο που στέκεται αριστερά του και του κλείνει τον δρόμο, κάνει δύο γρήγορα βήματα - έμοιαζαν σαν να ήταν ιπτάμενα- και έπειτα πηδά πάνω από τα κάγκελα και βρίσκεται στον παγωμένο αέρα του Λονδίνου.

Θολές φωνές ακούγονται από ψηλά τις οποίες δεν μπορεί να μεταφράσει. Του φαίνεται σαν να πέφτει για αιώνες. Ή μήπως είναι ένας άγγελος και αιωρείται πάνω από τα νερά του Τάμεση; Μοιάζει να είναι κάτι τελείως αληθινό ή κάτι τελείως ψεύτικο. Η ψυχή του εγκαταλείπει το σώμα του και το παρακολουθεί να κυριεύεται από τη βαρύτητα. Να επιταχύνεται καθώς πλησιάζει στο κατάστρωμα του σιδερένιου ατμόπλοιου. Το κρανίο του συγκρούετε βίαια με την ψηλότερη καμινάδα του πλοίου και μετά το σώμα του κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο προερχόμενο από σπασμένα κόκκαλα και δόντια χτυπά στο σκληρό  σίδερο του καταστρώματος.

Ξύπνησε μετά από αρκετές ημέρες από μια ακτίνα φωτός αντανακλώμενη από το ματωμένο και σαλιωμένο διαμάντι που κείτονταν δίπλα στο ρημαγμένο σώμα του με μια αταίριαστη ηρεμία και σοβαρότητα. Πού είμαι, τι συνέβη; Το δυνατό χτύπημα στην καμινάδα του πλοίου του προκάλεσε σοβαρή άνοια. Δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν του. Τίποτα! Κοιτά τον γαλάζιο ουρανό σαν να ψάχνει για κάτι. Σαν να ψάχνει να βρει τις χαμένες αναμνήσεις του.

Σηκώνεται από την άβολη θέση στην οποία πέρασε τις ώρες που βρισκόταν στον θάνατο και στέκεται όρθιος μετρώντας τις πληγές και τα τραύματα του. Τα μάτια του δακρύζουν καθώς αυτά αντικρίζουν τον κόσμο που κόντεψε να χάσει. Κοιτά το αυστηρό διαμάντι χωρίς να ξέρει πώς αυτό βρέθηκε στα χέρια του, ωστόσο του προκαλεί έναν φόβο. Αισθάνεται πως αυτό ευθύνεται για την κατάντια του. Το αρπάζει και βάζοντας όλη του τη δύναμη το πετά στην ήρεμη θάλασσα. Ταράχτηκαν κάπως τα γαλανά νερά… Τα γαλανά!

Και έτσι έβαλε πλώρη για μία νέα ζωή. Μακριά από το παρελθόν του.

Δίχως το παρελθόν του.

Η εφημερίδα της μαθήτριας Χριστίνας Νούλα
Πέταξε την εφημερίδα στο πάτωμα… Η φωτογραφία της γυναίκας στο εξώφυλλό της είχε ταράξει τον Οδυσσέα. «Η Κορίνα Σήλβερη αφέθηκε ελεύθερη ύστερα από 5 χρόνια φυλάκισης!» έγραφε ως λεζάντα στην εικόνα του τύπου.

Πλησίασε τον καθρέφτη του δωματίου του και στάθηκε κοιτώντας την αντανάκλασή του. Οι σκέψεις του άλλαζαν με μεγάλη ταχύτητα. Η γυναίκα που βοήθησε στο φόνο του πατέρα του, είναι ελεύθερη. Ύστερα από 5 χρόνια γαλήνης, ο άνθρωπος που θα προτιμούσε να μην είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του, επιστρέφει.

Οι φλέβες των χεριών του άρχισαν να φαίνονται πιο έντονα από ποτέ, τα φρύδια του ανασηκώθηκαν και τα μάτια του βούρκωσαν, και ξαφνικά, τα δάχτυλά του έσφιξαν το στόμιο ενός βάζου και με θυμό  το άφησαν να πέσει στο πάτωμα, προκαλώντας πάταγο. Γονάτισε στη μέση των σπασμένων. Έτρεμε…

Η Δανάη μπήκε ορμητικά μέσα στο δωμάτιο. Τον πλησίασε και δίχως να μιλήσει κοίταξε το άρθρο της εφημερίδας. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, παρόλα αυτά έπιασε το μπράτσο του και του ψιθύρισε στο αυτί

 - Είναι μια δυσκολία  και θα την ξεπεράσουμε μαζί, αγάπη μου.

Ο άντρας την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγάπη, χαμογέλασε και με κουράγιο της είπε

- Έχεις δίκιο!

Σηκώθηκε και πάλι στα πόδια του και άρχισε να μαζεύει το χαμό που είχε προκαλέσει πρωτύτερα.
Το απόγευμα κύλησε ήρεμα και ξέγνοιαστα. Κοντά στις 8:30 το βράδυ ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Ο ήχος του αντήχησε σε όλη την έπαυλη. Το ζευγάρι φανερά ταραγμένο έτρεξε να ανοίξει. Μια βαθιά ανάσα… Έπιασαν το χερούλι, και γυρνώντας το αργά άνοιξαν τη πόρτα. Το πρόσωπο της γυναίκας έξω από το σπίτι έμοιαζε εκπληκτικά με το πρόσωπο του Οδυσσέα.

-Γιέ μου – είπε με σοβαρό ύφος η Κορίνα.

Ο άντρας στάθηκε για λίγο κοιτώντας την

 – Έχω πάψει να είμαι ο γιος σου εδώ και χρόνια.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Κορίνα έπιασε το κεφάλι της τάχα  θλιμμένη και άρχισε

– Ξέρεις, μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή, άλλαξα, μετάνιωσα. Το ύφος της όμως την είχε προδώσει  στον Οδυσσέα. Αυτή τη φορά μίλησε η Δανάη

 – Δεν έχεις θέση εδώ, φύγε!

Εκεί ήταν που σοβάρεψε και αγριεμένα  κοιτάει το ζευγάρι.

– Μετά από τόσο καιρό δε περίμενα τέτοια αντιμετώπιση, αλλά ο γιός μου βλέπω πως μεγάλωσε στο μυαλό και καταλαβαίνει… Όσο και να μεγάλωσες όμως, επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη στις γυναίκες… ξεστόμισε και βγάζοντας γρήγορα από τη μπλούζα της ένα όπλο, απείλησε.

Με μια πιο γρήγορη κίνηση ο άντρας τράβηξε το δικό του όπλο και την πυροβόλησε στο πόδι, αναγκάζοντας τη να πετάξει το όπλο και να λυγίσει, σφαδάζοντας  από τον πόνο που της προκαλούσε η πληγή. Η σύζυγος του άρπαξε το πεταμένο όπλο και έφυγε τρέχοντας για να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία, η οποία δεν άργησε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα.

Όσο την απομάκρυναν  ο Οδυσσέας κρατώντας αγκαλιά τη Δανάη κοιτούσε με μίσος  την τραυματισμένη μητέρα του. Δεν μετάνιωνε για ότι έκανε ούτε στο ελάχιστο.

 – Ήλπιζα πως όπως κι εγώ, έτσι κι εσύ θα είχες μεγαλώσει στο μυαλό. Η ελπίδα πέθανε μέσα μου για εσένα σήμερα. Κοίτα γύρω σου, κοίτα τον ουρανό και ετούτο το σπίτι στο οποίο έζησες βασανίζοντας με.

-          Κοίτα τα! Κοίτα, γιατί δε θα τα ξαναδείς αυτή τη φορά,  της φώναξε και γυρνώντας την πλάτη του έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού.

Καλά κρυμμένα μυστικά του μαθητή Γιάννη Καραγκούνη
…Και  έτσι ξαφνικά ο πατέρας μου, πέταξε κάτω την εφημερίδα Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί. Πίστευα ότι επρόκειτο για κάτι που μου ήταν αδιάφορο. Νόμιζα, ότι θα ήταν κάτι που …αφορά την πολιτική ,τις προσλήψεις ή την οικονομία. Πράγματα ,που αφορούσαν κυρίως τους συνταξιούχους .Για λίγες μέρες ο πατέρας μου, ήταν λυπημένος  και θύμωνε συχνά. Πρώτη φορά τον είδα τόσο εξαγριωμένο. Ο πατέρας  μου, σαν χαρακτήρας ήταν κοινωνικός. Ωστόσο, αν καμιά φορά με μάλωνε ή θύμωνε ήταν είτε επειδή είχα πάρει χαμηλή βαθμολογία είτε επειδή συνέβη κάτι κακό σε κάποιον συγγενή μας. Όμως, αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν λίγο περίεργα. Κάθε πρωί, όταν ξύπναγα για να πάω στο σχολείο, του έλεγα ‘’καλημέρα, μπαμπά’’ αυτός όμως, συνήθιζε να μην μου λέει καλημέρα, αλλά να με κεραυνοβολεί με ένα άγριο βλέμμα. Μετά από λίγο καιρό ,δεν έλειψαν και οι καβγάδες με την μητέρα μου: ΣΟΥ ΤΟ ΕΧΩ ΠΕΙ ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ! ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ!ΜΗΝ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ! ΑΣΧΟΛΗΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΞΕΧΝΑ  ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Μετά από αυτό ο πατέρας μου πάντα έλεγε: ΔΕΝ ΘΑ ΜΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ,ΟΥΤΕ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ! ΕΓΩ…ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΩ ΤΗΝ ΑΚΡΗ…. Όμως, τι να έγραφε αυτή η εφημερίδα που άλλαξε την ζωή του όλη; Η αλήθεια δεν άργησε να φανερωθεί. Λίγο καιρό αργότερα εγώ διάβασα στο διαδίκτυο για μια υπόθεση, η οποία από την πλευρά της αστυνομίας δεν είχε διαλευκανθεί. Πρόκειται για έναν νεαρό 19χρονο, ο οποίος το καλοκαίρι του ’97, μαζι με τους φίλους του, είχαν κλέψει ένα αυτοκίνητο και σκότωσαν ένα παιδί. Στην αρχή μου φάνηκε εντελώς αδιάφορη, αλλά χάρη στους συνεχείς καβγάδες στο σπίτι μας, έπρεπε να πάρω λίγο αέρα. Έτσι λοιπόν, άρχισα να ψάχνω  για αυτήν την υπόθεση. Μια μέρα, καθώς  έψαχνα να βρω πληροφορίες, εντόπισα σε ένα σάιτ κάποιες φωτογραφίες. Τότε είδα το όνομα       ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΑΣΑΜΟΥΚΗΣ. Όταν το διάβασα, δεν μου κινούσε την περιέργεια, αλλά…μου φαινόταν ύποπτο, αφού έμοιαζε με το όνομα του πατέρα μου. Έτσι έδειξα αυτήν την υπόθεση σε έναν φίλο του πατέρα μου που ασχολούνταν με αυτήν την υπόθεση. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου, αφού κατάλαβα ότι πρόκειται, για μια πλεκτάνη που δυστυχώς έπαιρνε μέρος ο πατέρας μου. Το όνομα ΚΑΡΑΣΑΜΟΥΚΗΣ ειχε παραλλαχθεί. Το πραγματικό όνομα ήταν ΚΑΡΑΜΟΥΣΑΚΗΣ. Δυστυχώς ήταν το όνομα του πατέρα μου. Στάθης ΚΑΡΑΜΟΥΣΑΚΗΣ, έτσι λεγόταν ο φονιάς του μικρού αγοριού και ο κλέφτης του οχήματος… Αυτός… ήταν ο πατέρας μου. Αυτή ήταν η αιτία της διχόνοιας, ανάμεσα στην οικογένεια μας. Ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Μόλις έμαθα την αλήθεια, πήγα αμέσως στην αστυνομία. Όπως φάνηκε, όλα καλύφτηκαν για να μπορέσει ο πατέρας μου να γίνει αστυνομικός.

Μοτίβο Bach του μαθητή Στέφανου Μήτσιου

Πέταξε την εφημερίδα στο πάτωμα στη θέα εκείνου του υποτιμητικού και χλευαστικού άρθρου γραμμένο εις βάρος του μεγαλοφυούς εαυτού του.

« … Νομίζει άραγε ο (κύριος;) Πινουά ότι έτσι γλύτωσε από την κριτική και τη δημοσιότητα; Η κλασσική μουσική κοινότητα δύσκολα θα σβήσει από τη μνήμη της την ταραχή που αυτός ο άνθρωπος μας προκάλεσε. Πριν από ακριβώς δύο χρόνια διατυπώσατε την περίφημη μουσική θεωρία σύμφωνα με την οποία αμφισβητήσατε το καλλιτεχνικό ταλέντο του σπουδαίου συνθέτη Λούντβιχ βαν Μπετόβεν αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο συνέθεσε πολυάριθμα αριστουργήματα. Πράγματι, καταφέρατε να ανακαλύψετε εκείνο το εξαίσιο μοτίβο που έχτισε τη μουσική του και πώς δημιουργούσε το αίσθημα της ικανοποίησης μέσα από απλές αρμονίες. Φαίνεται ότι η ξαφνική δημοσιότητα που αποκτήσατε έκοψε τα δεσμά του εγωισμού σας και έπειτα «φύτρωσαν» πολλές ψευδό επαναστατικές ιδέες στον τετράγωνης λογικής εγκέφαλό σας. Πιο συγκεκριμένα, πριν από ακριβώς δυο χρόνια (18 Απριλίου 2017) ξεκινήσατε μία νέα έρευνα, στην οποία διαθέσατε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό με σκοπό να «αποδείξετε», όπως ο ίδιος δηλώσατε, στον κόσμο ότι η μουσική είναι «τα μαθηματικά που δεν διδασκόμαστε στο δημοτικό».

Κύριε Αλεξάντερ Πινουά, η μουσική δεν είναι μια αλληλουχία αριθμών. Η μουσική είναι η μοναδική πνευματική δραστηριότητα που μας ονομάζει ανθρώπους. Οι κβαντικοί υπολογιστές που χρησιμοποιείτε για να αποκαλύψετε το μοτίβο του Bach δεν θα καταφέρουν ποτέ να γίνουν ούτε συνθέτες, ούτε καν πετυχημένοι εκτελεστές. Δεν επιθυμούμε να χαρακτηριστούμε εκβιαστές από κανέναν, παρόλα αυτά, κύριε Πινουά είναι υποχρέωσή σας να αναγνωρίσετε την κλασσική μουσική ως μητέρα των επιστημών και όχι ως παρακλάδι των μαθηματικών…»

Έγραφαν και άλλα. Δεν μπόρεσε ωστόσο να τα διαβάσει. Ανά τακτά διαστήματα δημοσιεύονταν σχόλια πάνω στην εργασία του όμως πρώτη φορά τον πρόσβαλαν δημοσίως. Ο χαρακτήρας του δεν μπορεί να δεχτεί μία κατηγορία να περάσει έτσι…

Κάθεται στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα ενώ η εφημερίδα έχοντας ακόμα πολλά να πει απλώνεται στο ξύλινο πάτωμα αρκετά μέτρα αριστερά του. Σπάνια εμφανίζει εκκρίσεις θυμού, και όταν συμβαίνουν τις ξεπερνά γρήγορα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Κοιτά έξω από την άλλης εποχής τζαμαρία τον βιενέζικο ουρανό. Ο ήλιος ξυπνά πίσω από τα άριστα τοποθετημένα κεραμίδια και αλλάζει τα χρώματα των σκουρόχρωμων νερών δίνοντάς τους μία αγουροξυπνημένη γαλαζοπράσινη απόχρωση.
Βολεύεται στην ξύλινη καρέκλα που σχεδίασε όταν ακόμα είχε αδέσμευτες ώρες στο πρόγραμμά του (μία παλιομοδίτικη εργονομική κατασκευή δίχως ατέλειες) και συγκεντρώνεται απόλυτα στον σταθερό ρυθμό της βαθειάς αναπνοής του, για αρκετή ώρα έτσι ώστε να συρρικνώσει τον θυμό του και να διευρύνει την λογική του. Η πανέμορφη Υβόν Ζιρί που βγαίνει από το υπνοδωμάτιο που μοιράστηκαν το προηγούμενο βράδυ δεν καταφέρνει να του αποσπάσει την προσοχή. Ακούει θολά την  γλυκιά φωνή της για αρκετά λεπτά και έπειτα το μονότονο ήχο του μηχανισμού ξεκλειδώματος της πόρτας.

Αφού η ηρεμία επανήλθε στο σώμα του, σηκώνεται όρθιος και οργανώνει τη σκέψη του. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να αποδείξει στον καθένα τη θεωρεία του ότι η μουσική είναι δημιούργημα της μαθηματικής και φυσικής επιστήμης. Θα συνθέσει ένα μουσικό αριστούργημα χρησιμοποιώντας αριθμούς. Θα προσπεράσω το lacrimosa του Mozart και θα τελειοποιήσω την μουσική μέσα από τις πολυφωνίες του Bach.

Καιρός για επανάσταση της μαθήτριας Χριστίνας Νούλα
Κοίταζε γύρω του. Παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια, το χιόνι που έλιωνε χάμω και τα λουλούδια που απελευθερώνονταν από το βάρος του. Μία μικρή επανάσταση… Ο ήλιος ξεπρόβαλε ανάμεσα από το σύννεφα και ελεύθερος πια σκόρπιζε τις αχτίδες του στη Γη. Άλλη μια επανάσταση, σκέφτηκε. Όλα γύρω έκαναν τη δική τους επανάσταση και αυτός, μικρός και αθώος μπροστά σε όλα αυτά. Αφέθηκε στις σκέψεις του, γύρισε πίσω στο παρελθόν. Άνθρωποι κάτω από τον ζυγό άλλων, σαν τα ζώα που δεν έχουν το περιθώριο να φύγουν από τα αφεντικά τους, κατάφεραν να λοξοδρομήσουν έχοντας πνεύμα επαναστάτη. Κάπου μέσα του ήξερε πως και αυτός είχε ένα μικρό επαναστάτη, όπως κάθε άνθρωπος. Δάκρυσε, το μυαλό του εδώ και καιρό τον βασάνιζε.  Αυτό ήταν τα δικά του δεσμά.

Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει στο στενό μονοπάτι, ανάμεσα στα δέντρα. Η εφηβεία τον έκανε να φιλοσοφεί έννοιες. Του άρεσε κατά βάθος, ήταν ένα διάλειμμα από την ανάλυση των υπολοίπων σκέψεων του, εκείνων που τον πλήγωναν. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα της μητέρας του στο κρεβάτι του νοσοκομείου να κείτεται νεκρή. Κάποιες επαναστάσεις είναι καταδικασμένες, σκέφτηκε, λες και η δική του να κατέληγε έτσι; Μήπως δεν άξιζε να επαναστατήσει από το μυαλό του; Ίσως η πιθανότητα για ελευθερία και ευτυχία να άξιζε το ρίσκο. Ξανασκέφτηκε τη μαμά του. Ήταν τόσο μικρός όταν πέθανε, αλλά οι εικόνες του νοσοκομείου τον κυνηγούσαν ακόμα. Λύγισε στις αναμνήσεις. Ίσως να μην τις ξεχνούσε ποτέ και να έπρεπε κάπως έτσι να προσχωρήσει… Θα το έκανε και αυτό για την ελευθερία του…

Ξαφνικά τον έπιασε κρίση… Έκατσε γρήγορα σε ένα παγκάκι, κάπως το είχε συνηθίσει… Άρχισε να μπερδεύεται η πραγματικότητα. Το μυαλό του τη μια στιγμή σκεφτόταν ζωντανή ακόμα τη μαμά του και την άλλη ότι είχε πεθάνει. Έτρεμε, ήξερε πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί το μυαλό του, αλλά κρίσεις σαν αυτή ήταν συχνό φαινόμενο και είχε καταφέρει να τις καθυστερεί. Έτσι, πολλές φορές συγκρατούσε τον εαυτό του μέχρι να είναι κάπου απόμερα, χωρίς να βρίσκεται στο οπτικό πεδίο κανενός, και ξεσπούσε. Μερικές φορές έκανε κακό στον εαυτό του χωρίς να το θέλει πραγματικά, ενώ άλλες, κάποιος φίλος του που είχε ενημερώσει τον βοηθούσε μέχρι να τελειώσει όλο αυτό…

 Έφυγε λοιπόν γρήγορα για το σπίτι του όπου κλείστηκε στο δωμάτιο του και άρχισε να παλεύει με τον εαυτό του. Πλέον αυτοαποκαλούνταν τρελός με όλα αυτά που του συνέβαιναν. Γονάτισε και έσφιξε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του. Το μυαλό του, τα δεσμά του τον πονούσαν πολύ. Πετάχτηκε πάνω, πλησίασε -κλαίγοντας ακόμα- το κινητό του και φορώντας τα ακουστικά του ξεκίνησε τη μουσική. Την έβαλε στο τέρμα. Και όσο ο χτύπος της καρδιάς του συγχρονιζόταν, πήρε βαθιά ανάσα… Καιρός για επανάσταση…

Φλόγα της ελευθερίας του μαθητή Στέφανου Μήτσιου
Έχουν ακούσει αμέτρητες μαρτυρίες. Μπορεί και παραμύθια. Δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν. Πώς να τα ξεχωρίσουν; Αφού δεν τα έζησαν. Δεν γεύτηκαν ποτέ την γλυκιά γεύση της ελευθερίας, παρά μόνο τη πικρία της σκλαβιάς. Πόσο ονειρικά ακούγονται εκείνα τα χρόνια! Και κάθε διήγηση  εκείνων των εποχών τελειώνει με την ελπίδα. Άσχημο συναίσθημα η ελπίδα. Σε ταλαιπωρεί συνέχεια. Και όταν σταματήσει να υπάρχει, σε σκοτώνει. Θα ήταν καλύτερα άραγε να μην υπήρχε; Να έμενε κλεισμένη στο κουτί της Πανδώρας;

Σε κάποιους η ελπίδα δεν είναι απλά μια φλόγα. Είναι η ζωή τους. Οι πρώτοι επαναστάτες δεν διέθεταν ενέργεια για άλλους σκοπούς. Μόνο για τη μετατροπή της ελπίδας σε πραγματικότητα. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Από έναν μουσάτο Έλληνα που σκέφτηκε «μόνος μου θα αλλάξω τον κόσμο», και απλά το έκανε.

Περπατούσαμε στο ίδιο χώμα που περπατάτε, αναπνέαμε τον ίδιο αέρα που αναπνέετε (ίσως και λίγο καθαρότερο). Κουβαλούσαμε το ίδιο αίσθημα «βολέματος» που κουβαλάτε. Το ίδιο! Κανένας δεν τολμούσε και όμως όλοι το ονειρευόμασταν. Ονειρευόμασταν να πάρουμε πίσω τη χώρα μας. Είχαμε περιέργεια, πώς να είναι άραγε να κυβερνάς τον εαυτό σου. Θυμάμαι σαν σήμερα τα φοβισμένα πρόσωπά μας, που δεν έκρυβαν δειλία. Όχι . Μονάχα φόβο. Και φόβο ετοιμοθάνατο.

Η αρχή, θα έλεγα, ήταν η δυσκολότερη, όπως πάντα βέβαια. Μας πήρε μήνες να οργανωθούμε και ακόμα δεν ήμασταν καλά προετοιμασμένοι. Δεν θα ήμασταν ποτέ προετοιμασμένοι. Η αρχή είναι πάντα απροετοίμαστη.

Είχαμε κρυφτεί, είκοσι ένα άντρες μαζί με εμένα, πίσω από κάτι αθώους  βράχους. Οι εχθροί θα περνούσαν από εκείνο το σημείο. Ήταν θέμα χρόνου. Τα μέτωπα μας γυάλιζαν από τον ιδρώτα του φόβου. Σε λίγα λεπτά θα γυάλιζαν με αίμα. Δικό τους; Δικό μας;

Ακούσαμε τις φωνές τους να πλησιάζουν. Πέρασαν τους πρώτους πέτρινους συμμάχους και βρέθηκαν τρία  μέτρα από πίσω μου. Δεν μπορούσαν ακόμα να μας δουν. Τέσσερα δευτερόλεπτα πέρασαν και τα κόκκινα ρούχα του στρατηγού τους ξεπρόβαλαν δεξιά μου.

Ο χρόνος διαστέλλεται. Τα δευτερόλεπτα γίνονται λεπτά, ώρες, χρόνια. Η γέρικη καραμπίνα που κρατώ πυροδοτείται αυτόματα. Δεν τράβηξα εγώ την σκανδάλη. Το χέρι μου το έκανε. Όχι το μυαλό μου. Η σφαίρα τον χτυπά κάτω από το σαγόνι. Τα μάτια του αλλάζουν συνέχεια σκέψεις και συναισθήματα. Προσπαθεί να αναπνεύσει, να μείνει για λίγο ακόμα στην ζωή. Με ικετεύει να γυρίσω τον χρόνο πίσω, όμως δεν μπορώ. Δακρύζω. Γιατί;

Δακρύζω, επειδή δεν φταίει αυτός σε τίποτα. Η ελπίδα φταίει. Η ελπίδα που τον έκανε να νομίζει πως μπορεί να σκλαβώσει την χώρα μου και η ελπίδα που με έκανε να την ελευθερώσω.

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ του μαθητή Γιάννη Καραγκούνη
Κατ΄ αρχάς, σε συγχαίρω  για το κουράγιο και την σύνεσή σου. Είσαι σαν ένα άγριο λιοντάρι που ορμά ,γεμάτο θάρρος, ρωμαλέο καθώς είναι, στο θήραμά του. Το θήραμα σε αυτήν την περίπτωση, είναι ο αγαρηνός. Γεμάτος τιμή και υπερηφάνεια, κατάφερες να δείξεις πως οι γραικοί πολεμούν και με την βοήθεια του Χριστού, νικούν! Εμψύχωνες τον κάθε στρατιώτη πριν από την μάχη και κατάφερνες να ανεβάσεις το ηθικό των ρωμιών. Αυτό, όμως που θαυμάζω σε σένα, πέρα από τα άλλα είναι ότι ορμάς στη μάχη και δεν λογαριάζεις μήτε Θεό μήτε άνθρωπο! Όμως, αυτήν τη μάχη που ετοιμάζεσαι να δώσεις είναι μάταιη… Αυτό, γιατί ο Ιμπραήμ, έχει λεφούσια στρατό και σεις, είστε ολίγοι μπροστά στις μυριάδες φάλαγγές  του! Έτσι, σου λέω, ότι δε θα σου σταθώ ζερβά, στην μάχη τούτη, μετά λύπης μου. Ελπίζω ο Παναγιότατος, να σε έχει κοντά  του. Σου εύχομαι καλό Παράδεισο, αδελφέ μου Παπαφλέσσα.

ΣΕ ΑΣΠΑΖΟΜΑΙ,

ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ

Πάρεργο της μαθήτριας Ναυσικάς Αντωνάκη
Δεν προερχόμαστε από το πουθενά και
σίγουρα δεν πάμε στο τίποτα
«Φροντίδα» για τον φθόνο του εαυτού σου
δεν χρειάζεσαι
Κι όμως αρπάζεσαι από τα «κύτταρα» των
δεσμευμένων σου προθέσεων
Βουή πάνω από τους ασφαλτωμένους δρόμους
αφού προερχόμαστε από τους ίδιους απογόνους
Είμαστε μαζί στο κάτι και μόνος σου στο πάντα
Ορφανοί από άλλους παράδρομους
Περπάτα
Διότι δεν υφίσταται να είσαι σπόρος μια για
Πάντα

Ένα οδοιπορικό από την τυφλότητα στο φως
Των μαθητών/τριών της Γ’ Λυκείου Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Εμπνευσμένο από την Πολιτεία του Πλάτωνα
Ένα βροχερό πρωινό, κοντά στα τέλη του 15ου αιώνα όπου η εποχή του Μεσαίωνα όδευε προς το τέλος της, ενώ ταυτόχρονα σε πολλά μέρη του κόσμου ξεκινούσε η περίοδος της Αναγέννησης, σε έναν απομονωμένο τόπο μια επαρχία ζούσε ακόμα υπό την επήρεια της μεσαιωνικής εποχής. Πρόκειται για μια επαρχία της οποίας οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να απομονωθούν, λόγω των λιμών και των επιδημιών της εποχής, από τη μεγάλη μάζα των αρρώστων με σκοπό να επιβιώσουν. Έτσι όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους κατοικία έχτισαν γύρω τους ένα τείχος και αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο κόσμο. Η κοινωνία αυτή βασίζονταν στις δικές της δυνάμεις για την εξασφάλιση της τροφής και άλλων ειδών ανάγκης.

 Υπεύθυνος για τη διοίκηση της επαρχίας αυτής ήταν ο αρχηγός τους, ο Σώζων. Ένας μελαχρινός άνδρας που μόλις είχε συμπληρώσει τα 45 χρόνια της ζωής του, όταν αναγκάστηκε μαζί με τους συμπολίτες του να μεταναστεύσουν κάπου μακριά. Η κόρη του  τότε ήταν μόλις 18 ετών συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με το πατέρα της, λόγω του έντονα αυταρχικού χαρακτήρα του, των μεσαιωνικών του απόψεων και του ηγετικού του ρόλου που δεν τον ξεχνούσε ούτε στην ιδιωτική του ζωή. Έτσι υπήρχαν πολλές φορές που εκδήλωνε επιθετική και καταπιεστική συμπεριφορά προς τη κόρη και τη γυναίκα του αλλά και προς τις περισσότερες γυναίκες της κοινωνίας, και την αντίληψη αυτή την είχαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας.

 Παρόλα αυτά υπήρχαν γυναικείες προσωπικότητες, οι οποίες αντιστέκονται στα στερεότυπα και τις αντιλήψεις που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν και η Ηρώ, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η μικρή αγορά χρειάζονταν έναν άνθρωπο υπεύθυνο, έξυπνο με ισχυρή προσωπικότητα, ώστε να είναι ικανός να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα προέκυπταν. Έτσι ακριβώς ήταν και η Ηρώ, μια δυναμική γυναίκα κοντά στα 30 που αναγκάστηκε μετά τον θάνατο του άνδρα της να αναλάβει την διοίκηση της αγοράς.

 Έχοντας περάσει 2 χρόνια από την ημέρα της εγκατάστασής τους στον τόπο αυτόν, η Αλκμήνη, κόρη του Σώζων, έχει φτάσει πλέον στην ηλικία των 20 ετών. Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι κατά τη διάρκεια μιας βόλτας της Αλκμήνης στην αγορά, η ίδια βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τυχαίο και σοκαριστικό γι αυτήν γεγονός. Η Ηρώ είχε μια λογομαχία με έναν άνδρα έμπορο, ο οποίος είχε προμηθεύσει στους κατοίκους σιτάρι της περσινής σοδειάς, γεγονός που έκρυβε κινδύνους για την υγεία των κατοίκων. Η Αλκμήνη ξαφνιασμένη στο τέλος της λογομαχίας είδε τον άνδρα με σκυμμένο κεφάλι να ζητά μετανιωμένος συγγνώμη από την Ηρώ.

 Λίγες μέρες μετά ένας άνθρωπος από το παρελθόν επέστρεψε. Ο Λαέρτης δεν είχε ακολουθήσει τους συμπολίτες του στην μετανάστευση τους, 2 χρόνια πριν, καθώς είχε αρρωστήσει από κάτι περαστικό και όχι -όπως νόμιζαν- από την επιδημία που σκορπούσε αλύπητα τον θάνατο σε όλη την πόλη. Όταν ξεπέρασε πλήρως την ασθένεια του αφιέρωσε την ζωή του στο να κάνει ταξίδια, με σκοπό να δώσει ένα νόημα στη ζωή του, καθώς είχε μείνει μόνος του. Είχε την τύχη να ταξιδέψει στις χώρες που είχε ήδη επηρεάσει η Αναγέννηση, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ρωσία.

Με το που άκουσε για την ύπαρξη της, απομονωμένης από τον κόσμο, επαρχίας που είχαν δημιουργήσει οι άνθρωποι της πόλης του θέλησε να τους συναντήσει, καθώς είχε την ελπίδα να δει μετά από καιρό τους ανθρώπους της κοινωνίας με τους οποίους είχε ζήσει τόσο τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια όσο και ένα μέρος της ενήλικης ζωής του.

Μετά από μερικές μέρες συνειδητοποίησε ότι οι συμπολίτες του ζούσαν ακόμα μέσα στον σκοταδισμό του μεσαίωνα και θέλησε να τους βγάλει από το σκοτάδι. Αποφάσισε, λοιπόν, πως πρέπει να τους πει ότι δεν υπάρχει λόγος να ζουν πλέον απομονωμένοι, καθώς οι επιδημίες είχαν υποχωρήσει και ότι ο υπόλοιπος κόσμος είχε γνωρίσει την  άνθηση του πολιτισμού. Προσπάθησε αρχικά, να μιλήσει στον αρχηγό, χωρίς ωστόσο, κάποιο αποτέλεσμα, διότι ο Σώζων ήταν αντίθετος με την οποιαδήποτε αλλαγή. Η Αλκμήνη άκουσε όσα είπε ο Λαέρτης στον πατέρα της και εντυπωσιάστηκε από τις ιδέες, τις γνώσεις και τις αντιλήψεις του Λαέρτη για την ζωή. Θέλησε, λοιπόν, να γνωρίσει την ζωή έξω από το τείχος και να ακολουθήσει τον δρόμο του Λαέρτη.

Η Αλκμήνη συνάντησε κρυφά από τον Σώζων τον Λαέρτη, ώστε να απαντήσει τα χιλιάδες ερωτήματα που της δημιουργήθηκαν. Γυρίζοντας σπίτι μίλησε στον πατέρα της γι' αυτή τη συνάντηση και του είπε ότι ο Λαέρτης έχει δίκιο και πρέπει να σταματήσουν να είναι απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και να αναζητήσουν καινούριες γνώσεις έξω από τα πλαίσια της επαρχίας τους. Ακούγοντας αυτά ο Σώζων εκνευρίστηκε με την Αλκμήνη που τον παράκουσε.

Την επόμενη μέρα, ο Σώζων έβγαλε τον εξής λόγο προς τους κατοίκους: "Εγώ, ο Σώζων, ως αρχηγός αυτού του τόπου, και θέλοντας το καλό όλων μας, σας συνιστώ να μην συναναστρέφεστε με τον Λαέρτη, καθώς μιλάει χωρίς να γνωρίζει τη πραγματικότητα. Εξάλλου, είναι ένας ξένος για εμάς και δεν μπορεί να γνωρίζει το καλό μας. Εγώ είμαι ο αρχηγός σας και μόνο εγώ γνωρίζω τι είναι πραγματικά καλό για εμάς, εγώ είμαι αυτός που αποφασίζω, δεν είναι αυτός ο αρχηγός μας, δεν είναι τίποτα παρά μόνο ένας ξένος. Όποιος τον ακολουθήσει θα γίνει και ο ίδιος ένας ξένος, δεν θα έχει πλέον καμία θέση ανάμεσα μας αφού θα έχει επιλέξει αυτόν. Ο Λαέρτης είναι ένας ονειροπόλος, ένας αλλαφροίσκιωτος, ένας μοναχικός, εκτός πραγματικότητας. Εγώ, ο αρχηγός σας, σας διατάζω, λοιπόν, να μην έχετε καμία επαφή μαζί του και για να είμαι σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί, ανακοινώνω την εξορία του."

Οι κάτοικοι αποδέχτηκαν τον λόγο του Σώζων, χωρίς κανέναν δισταγμό, αφού η εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του ήταν τυφλή. Η κόρη του, όμως, δεν αποδέχτηκε τα λόγια του και καθώς είχε μεγάλη θέληση να γνωρίσει τον έξω κόσμο, αποφάσισε να ακολουθήσει τον Λαέρτη στην εξορία προκειμένου να ανακαλύψει τον κόσμο πέρα από το τείχος.

Όταν ο Σώζων ανακάλυψε ότι η κόρη του, Αλκμήνη, είχε ακολουθήσει τον Λαέρτη, έκανε ό,τι μπορούσε για να την βρει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η μόνη του ανησυχία ήταν πως αν η κόρη του επέστρεφε, μετά από καιρό, με ιδέες σαν αυτές του Λαέρτη, οι κάτοικοι της επαρχίας του μπορεί να εντυπωσιάζονταν από τα λεγόμενά της και να είχαν την επιθυμία να την ακολουθήσουν. Αν συνέβαινε αυτό, ο Σώζων θα έχανε την εξουσία του πάνω σε αυτούς. Αυτός ήταν και ο λόγος που έστειλε τον Λαέρτη στην εξορία.

 Η Αλκμήνη ταξιδεύοντας με τον Λαέρτη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει νέους πολιτισμούς και ανθρώπους, ενημερώθηκε για την εξέλιξη της εκπαίδευσης, ήρθε σε επαφή με πολλά βιβλία. Όλα αυτά την έκαναν να καταλάβει ότι η ζωή της, στην επαρχία και πίσω από το τείχος, ήταν ανούσια. Τώρα, λοιπόν, είχε αποκτήσει γνώσεις που την έκαναν να βγει από το σκοτάδι του μεσαίωνα και της αμάθειας.

Η Αλκμήνη είχε χρέος να βοηθήσει και τους άλλους κατοίκους του χωριού της να αποκτήσουν ουσιαστικές γνώσεις, να βγουν από το σκοτάδι και να φτάσουν στο φως της αλήθειας. Ήξερε ότι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο καθώς θα ερχόταν για μια ακόμη φορά σε διαμάχη με τον πατέρα της. Ήξερε ακόμα πως οι κάτοικοι δεν θα τη πιστέψουν με ευκολία καθώς ήταν τυφλά αφοσιωμένοι στον αρχηγό τους.

Μετά από λίγα χρόνια η Αλκμήνη επέστρεφε στην επαρχία της. Είχε μαζί της τα βιβλία από πολλές χώρες του κόσμου, τα οποία μιλούσαν για τους διάφορους πολιτισμούς, θρησκείες και την αναγέννηση. Όταν οι συμπολίτες της ήρθαν σε επαφή μαζί της και ταυτόχρονα σε επαφή με τα βιβλία της κατάλαβαν πως ζουν μέσα σε ψευδαισθήσεις. Πλέον, ο Σώζων δεν μπορούσε να τους χειραγωγήσει καθώς όλοι είχαν αντιληφθεί ότι ήταν ψεύτης και υπερβολικός.

 Σχεδόν όλοι από τους κατοίκους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την επαρχία τους και να ακολουθήσουν τον δρόμο που χάραξε ο Λαέρτης και στη συνέχεια, η Αλκμήνη, τον δρόμο της γνώσης. Ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν τη πραγματική γνώση και να μην επιτρέψουν σε κανέναν ξανά να τους οδηγήσει στον δρόμο της ψευδαίσθησης.

Ένα ποίημα περί εγκλεισμού
Των μαθητών/τριών της Γ’ Λυκείου Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Εμπνευσμένο από την Πολιτεία του Πλάτωνα
Μια μάχη με τον εαυτό μου
Κοίτα πως είσαι, κοίτα σε τι σώμα γεννήθηκες
Πως είναι δυνατόν να νιώθεις ξένος στο σώμα αυτό, στο σώμα που γεννήθηκες;
Αγόρι γεννήθηκες
αγόρι πρέπει να παραμείνεις

Το σώμα αυτό για μένα δεν είναι τίποτα παρά μια φυλακή
Πολύς ο καιρός που παλεύω με τον εαυτό μου.
Μία μάχη συνεχής, μια μάχη που με βυθίζει όλο και περισσότερο στο ψέμα, σε μια υποκρισία αβάσταχτη, δίχως τελειωμό.

Θυμήσου όμως, νικώντας αυτή την μάχη μία άλλη θα χαθεί.
Αν σπάσεις την φυλακή του εαυτού σου σε περιμένει μια νέα εξορία.
Θα’ σαι εσύ μόνος απ’ τους άλλους
Πάλι μόνος.
Πάλι ξένος.
Πάλι φυλακισμένος.

Μα πώς θα αλλάξω αυτό που αισθάνομαι;
Και ποιος θα καθορίσει ποιος είμαι;
Ούτε εσύ
ούτε κανένας άλλος μπορείτε να με κρατάτε σ’ αυτή τη φυλακή.

Μα που θα βρω το θάρρος να σπάσω τα δεσμά μου;
είμαι ένας άλλος, όμως είμαι δειλός.
Και γι’ αυτό έτσι θα μείνω.
Ξένος στο σώμα που γεννήθηκα.

Μια θεατρική σκηνή για τη σύγχρονη τύφλωση
Των μαθητών/τριών της Γ’ Λυκείου Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Εμπνευσμένο από την Πολιτεία του Πλάτωνα

Σε έναν απομονωμένο δρόμο κοντά στο τείχος. Η Σάρα χτυπά με το αυτοκίνητο της τον Φράνκ. Κατεβαίνει τρομαγμένη από το αυτοκίνητο.

Σάρα: Είσαι καλά; (ταραγμένη)
Φράνκ: Καλά, πως τρέχεις έτσι;
Σάρα: Είσαι καλά; Που χτύπησες; Θέλεις να πάμε στο νοσοκομείο;
Φράνκ: Εσύ, εσύ τι κάνεις εδώ;
(Σιωπή)

Προσπαθώντας να σηκωθεί δείχνει να πονάει. Η Σάρα τον βοηθάει να ακουμπήσει στο τείχος.

Φράνκ: Θα μου πεις;
Σάρα: Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο
Φράνκ: Γιατί δεν μου απαντάς;
Σάρα: Εσύ πως βρέθηκες εδώ;
Φράνκ: Εγώ δουλεύω εδώ.
Σάρα: Εσύ έφταιγες, περνούσες το δρόμο κοιτώντας το κινητό.
Φράνκ: Αυτή είναι η δουλειά μου.
Σάρα: Ναι, αλλά θα μπορούσες να προσέχεις το δρόμο.
Φράνκ: Δεν περίμενα να δω κάποιο αυτοκίνητο. Το ξέρεις ότι απαγορεύεται, έτσι δεν είναι;
Σάρα: Τι δουλειά κάνεις;
Φράνκ: Ελέγχω το τείχος.
Σάρα: Πώς; Με το κινητό;
Φράνκ: Έτσι δεν γίνονται πλέον όλα;
Σάρα: Καταγράφονται τα πάντα;
Φράνκ: Τα πάντα
Σάρα: Και τα ελέγχεις όλα;
Φράνκ: Πολλά ρωτάς.
Σάρα: Εσύ, όμως δεν απάντησες.
Φράνκ: Αυτή είναι η δουλειά μου. Ο κόσμος της τεχνολογίας.
Σάρα: Και σου αρέσει;
Φράνκ: Φυσικά μου αρέσει, μέσα από αυτό γνωρίζεις τα πάντα, ελέγχεις τα πάντα. Είμαι παντοδύναμος. Θες να σου δείξω, μήπως και εσένα;
Σάρα: Εμένα;
Φράνκ: Ναι, να περνάς το τείχος;
Σάρα: Ξέρεις τι υπάρχει πίσω απο το τείχος;
Φράνκ: Εσύ ξέρεις;
Σάρα: Ναι ξέρω! Εσύ ξέρεις τι χάνεις; Ξέρεις ότι χάνεις την ομορφιά της θάλασσας και των βουνών, τις αληθινές φιλίες, τον έρωτα, την επαφή με τα ζώα; Έχεις ποτέ σκεφτεί να αφήσεις το κινητό και να κάνεις μια βόλτα στη φύση;
Φράνκ: Απαγορεύονται.
Σάρα: Εκεί έξω είναι, έλα να σου δείξω.
Φράνκ: Απαγορεύονται.
Σάρα: Ένα σάλτο είναι!

Πεισίστρατος, Βασιλική
Μια άσκηση στον αγαπημένο μας ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο
Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Α2

Πεισίστρατος, Βασιλική ζευγάρι αγαπημένο
να ζήσουνε όμως μαζί δεν ήταν πεπρωμένο
Την είδε απ’ το παράθυρο να φτιάχνει τα μαλλιά της
κι αμέσως τον εχτύπησε το βέλος του έρωτά της
Κι εκείνη τον αντίκρυσε στη στράτα να διαβαίνει
καβάλα στο άσπρο το άλογο με το σπαθί στο χέρι
Μια μέρα που επέρναγε κάτω απ’ το σπιτικό της,
ανέβηκε και ζήτησε το χέρι το δικό της
Ερωτευμένοι ήτανε και ζούσαν με ευτυχία
μέχρι που ήρθε ο πόλεμος μαζί και η δυστυχία
Και εκείνος επολέμαγε ψηλά στα κορφοβούνια
ενώ εκείνη έλεγε της ξενιτιάς τραγούδια
Μια μέρα που εφύσαγε και έβρεχε με μανία
μια σφαίρα τον εχτύπησε με φόρα στην καρδία
Και ενώ αυτός ξεψύχαγε με πόνο και λαχτάρα
στης Βασιλικής το όνειρο επήγε με μια σκάλα
Εκείνη ονειρεύτηκε τον Πεισιστράτη αμέσως
και τον είδε να της λέει πως έρχεται το τέλος
Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν με πάθος και αγάπη
και της αγνής αγάπης τους τελείωσαν τα πάθη
Σηκώθηκε η θάλασσα, βυθίστηκε το πλοίο
στο σώμα του απλώθηκε της θάλασσας το κρύο
Επνίγηκε ο Πεισίστρατος μες τους αφρούς θαλάσσης
τα κύματα τον έσπρωξαν στης Βάσως τα όνειρα της
Στο παρελθόν βρεθήκανε για να ‘ποχωριστούνε
και τις στιγμές που ζούσανε τώρα για να τις ζούνε
Και είπαν με τα μάτια τους το τελευταίο αντίο
και οι ψυχές εσπάραξαν και τρέμανε κι δύο
Έβλεπε όνειρο μακρύ και άρχισε να κλαίει
ο πεθαμένος ήρθε να τη δει και να της λέει
Από τον ουρανό εγύρισα, Βασιλική μου
καιρός πολύς επέρασε, αγάπη μου χρυσή μου
Σ’ αγάπησα πολύ βαθιά κι έφυγα μακριά σου
δεν ήθελα να γίνει αυτό κι επέστρεψα κοντά σου
Όταν θα ανταμώσουμε, θα νιώσω το άρωμά σου
θα έρθει η μέρα που θα ρθεις και μέχρι τότε γεια σου
Επέστρεψα, αγάπη μου, για τα γλυκά σου μάτια
ο άντρας σου εξεψύχησε στης μάχης την κατάντια
Στον πόλεμο μαχόμουνα, στον πόλεμο, ζωή μου
μια σφαίρα διαπέρασε τη δόλια την ψυχή μου
Κι ενώ έπεφτα αναίσθητος στης μάχης το πεδίο
η σκέψη μου επήαινε ξανά σε μας τους δύο
Ένα χατήρι σου ζητώ, καρδούλα μου, και μόνο
βγάλε απ’ την καρδούλα σου ετούτονα τον πόνο
Κι αν κάποτε με θυμηθείς, ζωούλα μου, εμένα
εγώ να ξέρεις θα ‘μαι εδώ από κει ψηλά για σένα
Καθόταν στο παράθυρο και τον αναπολούσε
πώς πέρασε έτσι ο καιρός σκεφτόταν κι απορούσε
Δυο μήνες μόνο πέρασαν, της φαίνεται αιώνας
που να ‘ξερε η καψερή, τον έφαγε ο στρατώνας
Και κει που εκαθότανε την πήρε πια ο ύπνος
κι όνειρο ήρθε ζωντανό, ακούστηκε ένας ύμνος
Ξάφνου μπροστά της φάνηκε, γενναίο παλικάρι
ο Πεισίστρατός της ήτανε με όπλο στο ζωνάρι
Βασιλική αγάπη μου, δάκρυα δεν ωφελούνε
ήταν της μοίρας μας γραφτό έτσι να χωριστούμε
Πεισίστρατε, ήρθες εδώ ν’ αποχαιρετιστούμε
δυο μήνες σε περίμενα, έλα ν’ αγκαλιαστούμε
Αγάπη μου είμαι πνεύμα πια την αγκαλιά δε νιώθω
ένα αντίο θα σου πω, σε αγαπώ με πόθο
Θα σε θυμάμαι όσο ζω, θα σ’ έχω στην καρδιά μου
μ’ αυτά τα νέα τα κακά, έχασα τη μιλιά μου
Βασιλική, λουλούδι μου, πέρασε τώρα η ώρα
φεύγω αιώνια τώρα πια, πηγαίνω σ’ άλλη χώρα
Το παραθύρι έκλεισε κι ακούστηκε ένας βρόντος
Και τότε αυτή πετάχτηκε, έγιναν όλα όντως;


Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

                     Κείμενο 1 Άρθρο του Βασίλη Σπυριδωνίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Γιατί στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με τα πλαίσι...