Λογοτεχνία: Σχέδιο Ερμηνευτικού Διαλόγου στο τραγούδι του Πάνου Τζαβέλλα “Έντιμε άνθρωπε κυρ Παντελή”

 




Λογοτεχνία: Σχέδιο Ερμηνευτικού Διαλόγου στο τραγούδι του Πάνου Τζαβέλλα “Έντιμε άνθρωπε κυρ Παντελή”


Βασιλική Σταμάτη, Φιλόλογος


Έντιμε άνθρωπε κυρ-παντελή


Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις κατάστημα κάπου στη γη
πουλάς εμπόρευμα,
βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά,
πολλά λεφτά

Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσαι στην Παναγιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις και σύζυγο, κόρη, παιδί
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη tv,
τρως τροφή πνευματική.

Μακριά από κόμματα μην βρεις μπελά,
Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά”
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι.
Ο γιος σου μοναχά να ‘ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
σκέβρωσες, σάπισες στο μαγαζί
τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί
δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.

Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;

Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά;

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έντρομε, άβουλε συ φασουλή
βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή
άδειο πετσί χωρίς πνοή.

Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά
θάψτε τους έντιμους μες στα σκατά
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή
σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη.

Του Πάνου Τζαβέλα, 1975


Βήμα 1ο

Ακούμε το τραγούδι και ρωτάμε τους μαθητές και τις μαθήτριες αν τους άρεσε και τι ένιωσαν από αυτό το πρώτο άκουσμα. Τους ρωτάμε αν γνωρίζουν κάτι για τον δημιουργό του τραγουδιού και τον ερμηνευτή του.

https://www.youtube.com/watch?v=Y-hIrIX7VJE

Ενδεικτική Απάντηση

Οι μαθητές και οι μαθήτριες παρακινούνται να εκφράσουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους. Υποθέτουμε επίσης ότι μάλλον θα γνωρίζουν τον ερμηνευτή κι ότι είναι συνδεδεμένη η πορεία του και με το κοινωνικό τραγούδι.


Στη συνέχεια, διαβάζουμε τους στίχους του τραγουδιού και ζητάμε να αναδιηγηθούν την ιστορία, χωρίς κανένα ερμηνευτικό σχόλιο.


Ενδεικτική Απάντηση

Το τραγούδι αναφέρεται σε έναν έντιμο άνθρωπο, τον κυρ Παντελή. Έμπορος στο επάγγελμα ο κυρ Παντελής και μάλιστα κερδίζει πολλά. Οικογενειάρχης, με σύζυγο, δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, είναι θρησκευόμενος, πηγαίνει στην εκκλησία και στο σπίτι του βρίσκεις όλες τις ανέσεις. Δεν ανήκει σε κανένα κόμμα κι έχει ως ιδανικό του το “Πατρίς, Θρησκεία, οικογένεια”. Το μόνο που θέλει είναι να αφήσει στο γιο του όνομα και μεγάλη περιουσία και δεν νοιάζεται για τη δυστυχία γύρω του. Πέρασε όλη του τη ζωή δουλεύοντας και δεν συμμετείχε ποτέ σε κοινωνικούς αγώνες ούτε έκανε κάτι που να εμπνέει τη νέα γενιά.


Βήμα 2ο

Ρωτάμε τους μαθητές και τις μαθήτριες να μας πουν σημεία του τραγουδιού που τους άρεσαν, που τους έκαναν εντύπωση ή τους κίνησαν το ενδιαφέρον.


Ενδεικτική Απάντηση

Οι μαθητές/τριες αφήνονται ελεύθεροι/ες να εκφραστούν.

Ζητείται από τους μαθητές και τις μαθήτριες να διατυπώσουν το βασικό, κατά τη γνώμη τους, θέμα του τραγουδιού.


Ενδεικτική Απάντηση

Ακούγονται πολλές απόψεις και αποφασίζεται από την τάξη ποιο θέμα τους ενδιαφέρει περισσότερο.

Θέμα του τραγουδιού θα μπορούσε να είναι η ατομικιστική θεώρηση της ζωής, η απουσία υψηλών οραμάτων και ο ωχαδελφισμός για τη δυστυχία που υπάρχει γύρω μας.


Βήμα 3ο

Ο διάλογος προχωρά με βασικό ερώτημα πώς δίνεται στο κείμενο το παραπάνω θέμα.


Ενδεικτική Απάντηση

Το τραγούδι ξεκινά με την προσφώνηση του Κυρ Παντελή, ενισχυμένη με έναν προσδιοριστικό χαρακτηρισμό (έντιμε). Το επίθετο προετοιμάζει για έναν θετικό ήρωα, ωστόσο μετά προσγειωνόμαστε στην πεζή πραγματικότητα του εμπορίου και του ανθρώπου που κερδίζει πολλά χρήματα. Η τριπλή επανάληψη του “λεφτά”, “πολλά λεφτά” επικυρώνει την παραπάνω αίσθηση.

Η ρουτίνα του Κυρ Παντελή (Κυριακές στην εκκλησία) αρχικά μας συνδέει με το προσδιοριστικό επίθετο “έντιμε” της αρχής, καθώς από το θρησκευτικό συναίσθημά του θα μπορούσε να απορρέει και η εντιμότητά του. Αυτή την εντύπωση μάλλον κλονίζει το ρήμα “σταυροκοπιέσαι” στον επόμενο στίχο, το οποίο προδίδει μια σαρκαστική διάθεση. Αυτή η ειρωνική διάθεση αχνοφαίνεται και στην αναλυτική περιγραφή της οικογενειακής κατάστασης του ήρωα (κλασική μορφή ελληνικής μικροαστικής οικογένειας: γονείς, δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι), ενώ εντείνεται στην περιγραφή του κόσμου του που είναι γεμάτος από μοντέρνα κι ακριβά πράγματα. Στην εποχή που γράφτηκε το τραγούδι (1975) η έγχρωμη τηλεόραση ήταν για πολύ λίγους. Η πνευματική τροφή, είτε δηλώνει τα εκκλησιαστικά κηρύγματα, αν συνδεθεί με τον πρώτο στίχο της στροφής, είτε τοποθετείται αντιθετικά προς τα έπιπλα και την tv, για να δείξει την υλιστική διάσταση της ζωής του Κυρ Παντελή.

Απολιτικός ο Κυρ Παντελής, μακριά από μπελάδες (διώξεις, στιγματισμούς σε σκληρές ανελεύθερες εποχές), οπαδός του συνθήματος “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” της Χούντας, μιας συντηρητικής και ατομικιστικής οπτικής, κάτι που γίνεται ολοφάνερο και από το περιορισμένο όραμα του γιου που θα του κληρονομήσει το όνομά του και τα λεφτά του (ανδροκρατούμενη συντηρητική αντίληψη – ο κυρ Παντελής βλέπει τη συνέχειά του στον γιο του). Ένα όραμα που βέβαια δεν μπορεί να δώσει καμιά λύση στα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων που ζουν μακριά από τη δική του ευζωΐα. Των ανθρώπων όλων των φυλών που πεθαίνουν από πείνα.

Ο Κυρ Παντελής δούλεψε σκληρά στη ζωή του (σκέβρωσες, σάπισες), δεν απόλαυσε τις ομορφιές της νιότης, ζούσε μόνο για να πλουτίζει και για την ικανοποίηση υλικών αγαθών (πετσί), δεν έβλεπε δίπλα του ούτε τη ζωή, το όνειρο και το φως. Χαράμισε (ξόδεψες) τα νιάτα του στην ύλη και στον εαυτό του, στον μικρόκοσμό του ( στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός). Ισχυρή η αντίθεση ανάμεσα στη νεότητα και στη ζωή από τη μια και στον καμπουριασμένο Παντελή από την άλλη.

Η αναδρομή στην ανθρώπινη ιστορία, υπενθυμίζει τους αγώνες και τις θυσίες που χρειάστηκαν για να γίνουν τα οράματα για έναν καλύτερο κόσμο πραγματικότητα, για να ζήσουν καλύτερα όλοι οι άνθρωποι, να μην τους λείψει ξανά το ψωμί. Μέσα σε αυτούς τοποθετείται και ο ίδιος ο Κυρ Παντελής. Στους αγώνες αυτών χρωστά και ο Παντελής την ευδαιμονία του, είναι ένας από αυτούς που ωφελήθηκαν.

Κι ενώ είναι ένας από αυτούς που ωφελήθηκαν, δεν γύρισε πίσω τίποτα . Δεν έκανε τίποτα για τον άλλο άνθρωπο, δεν αφήνει και κανένα υψηλό ιδανικό, κανένα όνειρο (έμπνευση) για τους νέους.

Οι δύο στροφές είναι γεμάτες ερωτήσεις που μοιάζουν ρητορικές. Η απάντηση είναι αυτονόητη. Δεν έκανε τίποτα. Δεν θα αφήσει τίποτα.

Οι επιθετικοί προσδιορισμοί του Κυρ Παντελή πολλαπλασιάζονται στην επόμενη στροφή. Ο έντιμος άνθρωπος, είναι και έντρομος και άβουλος. Ένας πονηρός αστείος (φασουλής) άνθρωπος, χωρίς πνευματικότητα, χωρίς πάθος, χωρίς ένα μεγάλο όραμα (άδειο πετσί χωρίς πνοή) μέσα του. Βρώμισε κάθε ομορφιά με τη στάση της ζωής του, τα όνειρα και την ίδια τη ζωή.

Σε όλες τις στροφές ως εδώ επαναλαμβάνεται η προσφώνηση “έντιμε άνθρωπε κυρ Παντελή”, όπου η ειρωνεία είναι διάχυτη κι ένα επίθετο με κατεξοχήν θετικό πρόσημο, γίνεται συνώνυμο, του ατομικισμού, του ωφελιμισμού, της υλιστικής μανίας, της αδιαφορίας για ό,τι είναι έξω από τον μικρόκοσμό μας, του ωχαδελφισμού. Κατ’ ευφημισμόν έντιμος ο κυρ Παντελής, όπως η μικροαστική και η συντηρητική ηθική θέλει να παρουσιάσει τους έντιμους ανθρώπους. Που θέλει να τους ταυτίζει με τους φιλήσυχους και τους βολεμένους, που δεν θα κάνουν τίποτα για αντιμετωπιστούν τα κακώς κείμενα του κόσμου μας.

Το επίθετο χρησιμοποιείται και στην τελευταία στροφή, αλλά με την κυριολεκτική σημασία του, και μάλιστα στον πληθυντικό αυτή τη φορά. Η πληθωριστική χρήση του β’ ενικού προσώπου αντικαθίσταται από το β’ πληθυντικό. Έχουμε μια διεύρυνση του δέκτη του ποιητικού μηνύματος. Δεν πρόκειται τώρα για τον κυρ Παντελή. Οι έντιμοι άνθρωποι είναι η νέα γενιά. Με μια προτρεπτική προστακτική παρακινούνται οι νέοι σε δράση εναντίον όχι μόνο του Παντελή, αλλά εναντίον του συστήματος, της ιδεολογίας και των εκπροσώπων τους που φτιάχνουν Παντελήδες. Σκληρή η προτροπή “θάψτε”, απεχθής ο χώρος του θαψίματος (σκατά), ταύτιση των παντελήδων με τα περιττώματα. Τα σημαινόμενα του σκουληκιού και μάλιστα ενισχυμένου με το επίθετο “άχρηστο”, παραπέμπουν σε κάτι χαμερπές κι ασήμαντο.


Βήμα 4ο


Μπορεί να δοθεί στην τάξη ως παράλληλο κείμενο ένα απόσπασμα από το “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος” του Λειβαδίτη. Οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν να μελετήσουν τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον άνθρωπο άνθρωπο, κατά τον Λειβαδίτη.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες -
μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Τάσος Λειβαδίτης, 1979

http://photodentro.edu.gr/photodentro/leivaditis1_pidx0051499/


Ενδεικτική Απάντηση

Τα δύο κείμενα μοιάζει να συνομιλούν. Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι σαν να απαντά στο Κατηγορώ του Πάνου Τζαβέλλα, δίνοντας θετικά παραδείγματα που καταξιώνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος για τον ποιητή είναι αυτός που αγωνίζεται για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, που γίνεται μαχητής των δρόμων, που δεν διστάζει να θυσιαστεί ακόμα. Που δεν εφησυχάζει ούτε στιγμή. Που δεν πλανάται ούτε από τις πιο απλές ομορφιές της ζωής. Γιατί τότε χιλιάδες παιδιά θα χαθούν. Που τα όνειρά του κρύβουν μέσα του όλη την ανθρωπότητα. Που δεν σκέφτεται, δεν προτάσσει τον εαυτό του, καθώς ο Κυρ Παντελής.


Μπορεί επίσης να ζητήθεί από τους μαθητές και τις μαθήτριες να αφηγηθούν ιστορίες, στις οποίες μπορεί να οδηγήθηκαν συνειρμικά μέσα από την προσέγγιση και των δύο κειμένων, είτε που τις γνωρίζουν προσωπικά είτε τις έμαθαν έμμεσα από τα ΜΜΕ ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.


Βήμα 5ο

Ο διάλογος εδώ μπορεί να μετατοπιστεί σε άλλα ερωτήματα ή θέματα που ενδέχεται να τέθηκαν κατά το 2ο ή και το 3ο βήμα.


Βήμα 6ο

Εδώ μπορεί κάποιος μαθητής ή μαθήτρια να συνοψίσει όλα όσα ακούσαμε και να προχωρήσουμε στη σύνταξη γραπτού ερμηνευτικού σχολίου.


Ενδεικτική Απάντηση

Μπορούν να αξιοποιηθούν τα στοιχεία της ενδεικτικής απάντησης στο τρίτο βήμα.


Ως δημιουργική δραστηριότητα μπορεί να ζητηθεί να γράψουν ένα ποίημα συσκότισης. Μπορούν να δοθούν και τα δύο παραπάνω ποιήματα τοποθετημένα σε δύο στήλες ενός πίνακα. Οι μαθητές και οι μαθήτριες χωρισμένοι/ες σε ομάδες, διαβάζουν ξανά τα ποιήματα παράλληλα, επιλέγουν ένα θέμα και μετά επιλέγουν τις λέξεις / μικρές φράσεις που εξυπηρετούν το θέμα τους, τις τοποθετούν μέσα σε ένα σχήμα της αρεσκείας τους και αρχίζουν να συσκοτίζουν το υπόλοιπο κείμενο.


Ενδεικτική Απάντηση

Ακολουθεί μια πρόχειρη προσπάθεια που δείχνει πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η δραστηριότητα.

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις κατάστημα κάπου στη γη
πουλάς εμπόρευμα,
βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά,
πολλά λεφτά

Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσαι στην Παναγιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις και σύζυγο, κόρη, παιδί
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη tv,
τρως τροφή πνευματική.

Μακριά από κόμματα μην βρεις μπελά,
“Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά”
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι.
Ο γιος σου μοναχά να ‘ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
σκέβρωσες, σάπισες στο μαγαζί
τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί
δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.

Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;

Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά;

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έντρομε, άβουλε συ φασουλή
βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή
άδειο πετσί χωρίς πνοή.

Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά
θάψτε τους έντιμους μες στα σκατά
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή
σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες -
μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά
σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες
παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις
το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Στην τεχνική blackout poetry είναι ταιριαστή και χρήσιμη η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης. Ερωτήματα σαν ποιο είναι το θέμα του ποιήματος μου, τι διάθεση θέλω να δημιουργήσω, τι θέλω να νιώσει ο αναγνώστης μου αφού διαβάσει το ποίημα μου, πώς (με ποιους κειμενικούς δείκτες) το πέτυχα αυτό, συμβάλλουν τόσο στη δημιουργική γραφή ποίησης όσο και στην αναζήτηση κριτηρίων κατά την παραγωγή ερμηνειών.



Στο τέλος μπορούμε να ακούσουμε και πάλι το τραγούδι, αυτή τη φορά από τον ίδιο τον δημιουργό του τον Πάνο Τζαβέλλα.

https://www.youtube.com/watch?v=SrrXhof3q44


Στο τέλος της διδακτικής πρότασης δόθηκε στην τάξη το δοκίμιο του Μανόλη Ανδρόνικου “Για τους νέους”, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και προχώρησαν με βάση τα παραπάνω κριτήρια σε δημιουργικές εργασίες blackout poetry.

http://dromospoihshs.gr/2019/03/30/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BD%CE%AD%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%8C/

Μέσα σε καθεστώς πίεσης χρόνου οι ομάδες κατέθεσαν τις παρακάτω προτάσεις και θα ακολουθήσει προσπάθεια ερμηνευτικού διαλόγου των δημιουργιών κάθε ομάδας από τις άλλες ομάδες. 


[…] Το πρόβλημα μένει πάντα ανοιχτό: τι ζητούν σήμερα οι νέοι και τι μπορούμε να τους προσφέρουμε, όσοι έχουμε πια φτάσει στην ώριμη ηλικία; Είμαι δάσκαλος χρόνια πολλά και έχω, νομίζω, δικαίωμα να πω, για μια ακόμη φορά, τη γνώμη μου. Αφετηρία μου η σοφή ρήση του Σπινόζα πως πρέπει να κατανοούμε και όχι να κατηγορούμε ή να περιγελούμε.

Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.

Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.

Πρώτα πρώτα το σχήμα «νέος ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο, ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής ιδεολογίας. Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα, την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;

Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιοτέρων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.

Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι, όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων, αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα του του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου: «δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.


[…] Το πρόβλημα μένει πάντα ανοιχτό: τι ζητούν σήμερα οι νέοι και τι μπορούμε να τους προσφέρουμε, όσοι έχουμε πια φτάσει στην ώριμη ηλικία; Είμαι δάσκαλος χρόνια πολλά και έχω, νομίζω, δικαίωμα να πω, για μια ακόμη φορά, τη γνώμη μου. Αφετηρία μου η σοφή ρήση του Σπινόζα πως πρέπει να κατανοούμε και όχι να κατηγορούμε ή να περιγελούμε.

Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.

Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.

Πρώτα πρώτα το σχήμα «νέος ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο, ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής ιδεολογίας. Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα, την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;

Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιοτέρων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.

Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι, όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων, αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα του του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου: «δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας. και όπου έχουν απομείνει πολλοί από


[…] Το πρόβλημα μένει πάντα ανοιχτό: τι ζητούν σήμερα οι νέοι και τι μπορούμε να τους προσφέρουμε, όσοι έχουμε πια φτάσει στην ώριμη ηλικία; Είμαι δάσκαλος χρόνια πολλά και έχω, νομίζω, δικαίωμα να πω, για μια ακόμη φορά, τη γνώμη μου. Αφετηρία μου η σοφή ρήση του Σπινόζα πως πρέπει να κατανοούμε και όχι να κατηγορούμε ή να περιγελούμε.

Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.

Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.

Πρώτα πρώτα το σχήμα «νέος ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο, ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πότε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής ιδεολογίας. Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα, την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;

Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιοτέρων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.

Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι, όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων, αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα του του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου: «δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.

 

Παιδεία ή υπνοπαιδεία, Αθήνα 1976






Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

                     Κείμενο 1 Άρθρο του Βασίλη Σπυριδωνίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Γιατί στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με τα πλαίσι...