ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ Α. ΣΑΜΑΡΑΚΗ Ο χώρος – Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες – Το συγκείμενο Το αφηγηματικό μοντέλο Greimas Η δημιουργική γραφή




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ Α. ΣΑΜΑΡΑΚΗ

Ο χώρος – Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες – Το συγκείμενο
Το αφηγηματικό μοντέλο Greimas
Η δημιουργική γραφή
Μ-σενάριο

Δημιουργός:Βασιλική Σταμάτη
Στόχοι

1)               Να γίνει αντιληπτό το αντιπολεμικό περιεχόμενο του έργου, η αλλοτρίωση στην οποία οδηγεί τον άνθρωπο ο πόλεμος και η ανάγκη του για τα αγαθά της ειρήνης
2)              Να μελετηθεί το θέμα της ανθρώπινης καταπίεσης λόγω των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών
3)              Να καταφανεί ο κυρίαρχος ρόλος της φύσης στην καλλιέργεια και ανάπτυξη του ανθρωπισμού
4)              Να διερευνηθούν τα γνωρίσματα της ψυχολογίας και της προσωπικότητας του ήρωα
5)              Να αξιοποιηθούν ουσιαστικά οι θεωρίες της λογοτεχνίας (μοντέλο Greimas) και η δημιουργική γραφή στη διδακτική πράξη ως παράγοντες παραγωγής σημασίας
Συνοπτική Περιγραφή
1.    Καθώς ένα μοντέλο ανάλυσης του αφηγηματικού λόγου, σύμφωνα και με το βιβλίο του καθηγητή για την Α’ Λυκείου, πολύ βοηθητικό είναι το μοντέλο Greimas, το οποίο θα αξιοποιηθεί για την προσέγγιση του διηγήματος του Σαμαράκη «Το ποτάμι», κρίνεται σκόπιμο οι μαθητές να έρθουν πρώτα σε επαφή με αυτό. Η επαφή με αυτό το μοντέλο θα επιδιωχθεί να γίνει κατά ένα «παιγνιώδη» τρόπο, αφού αρχικά απευθυνόμαστε σε μαθητές του Λυκείου κι όχι σε φοιτητές της Φιλολογίας και δεύτερον η οποιαδήποτε διδασκαλία λογοτεχνικών θεωριών θα πρέπει να γίνεται με βιωματικό τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η ανία της τάξης από τη μια και να επιδιώκεται με μεγαλύτερες πιθανότητες ο στόχος της διαμόρφωσης καλύτερων αναγνωστών της λογοτεχνίας τώρα και στο μέλλον. Η τάξη είναι χωρισμένη σε δύο ομάδες. Δίνεται σε κάθε ομάδα ένα φύλλο εργασίας στο οποίο τους ζητείται να διαβάσουν το παραμύθι που τους δίνεται, να καταγράψουν τον τα πρόσωπα της ιστορίας, τους χώρους και τους χρόνους στους οποίους κινούνται οι ήρωες. Στη συνέχεια τους ζητείται να αναλάβει ο καθένας ένα ρόλο μέσα στο παραμύθι και να αναθέσουν σε κάποιον το ρόλο του αφηγητή. Αφού ολοκληρωθεί η διανομή των ρόλων, θα πρέπει να οργανώσουν σύντομα την παρουσίαση του κάθε παραμυθιού με τη μέθοδο της παντομίμας που θα συνοδεύεται από αφήγηση. Τη στιγμή της παντομίμας τα θρανία θα έχουν μαζευτεί στην άκρη της αίθουσας, ώστε να υπάρχει αρκετός ελεύθερος χρόνος. Συγχρόνως, θα οριοθετήσουμε μέσα στην αίθουσα τους αφηγηματικούς χρόνους, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της ιστορίας, όπως και τους χώρους, στους οποίους θα κινούνται οι ήρωες, π.χ. σπίτι, δάσος, θάλασσα…. (Εμείς την παρουσίαση της παντομίμας την κάναμε στο προαύλιο του σχολείου). Όταν η πρώτη ομάδα τελειώσει την παρουσίασή της θα αποσυρθεί στο βάθος της αίθουσας, για να παρακολουθήσει την επόμενη. Αφού τελειώσουν και κάθε ομάδα έχει πάρει τη θέση της, ο εκπαιδευτικός ζητά από τους μαθητές σε ρόλο να βρουν τον αντίστοιχό τους ρόλο στην άλλη ομάδα με κριτήριο τη δράση τους μέσα στην ιστορία μέσα από ανοιχτή συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων. Όταν η αναζήτηση αυτή θα ολοκληρωθεί με επιτυχία, ο εκπαιδευτικός θα ζητήσει οι ομοειδείς ρόλοι να συναντηθούν μαζί σε κάποια χωριστά σημεία της αίθουσας, ζητώντας τους να δώσουν τώρα ο καθένας στη νέα του ομάδα ένα όνομα, που θα απορρέει από τη δράση τους μέσα στην ιστορία. Στόχος έτσι είναι να διακρίνουν οι ίδιοι οι μαθητές τους τέσσερις από τους έξι ρόλους του δομικού μοντέλου Greimas (Υποκείμενο, Αντικείμενο, Βοηθός-Συμπαραστάτης, Αντίμαχος), τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και τις λειτουργίες που επιτελούν και τις ιδιότητες που τους αποδίδει η αφήγηση. Στην προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου θα μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε την παραπάνω ορολογία, χωρίς καθόλου αυτό να είναι απαραίτητο. Επειδή είναι φυσικό οι Αντίμαχοι και οι Συμπαραστάτες να είναι περισσότεροι από τα Υποκείμενα και τα Πολύτιμα Αντικείμενα και αφού έχει γίνει κατανοητό κατά την προηγούμενη συζήτηση ότι οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται τα Υποκείμενα και των δύο ιστοριών είναι δύο, η πρώτη δοκιμασία και η κύρια δοκιμασία, ζητάμε από τους Βοηθούς και αντίμαχους της 1ης δοκιμασίας να συμπληρώσουν ως μέλη τις ομάδες του Υποκειμένου και του Αντικειμένου. Πριν γίνει αυτό όμως έχουμε σιγουρευτεί ότι η διάκριση των ρόλων έχει γίνει κατανοητή από όλους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ομάδες που θα διαμορφωθούν θα έχουν περίπου ίσο αριθμό μελών.
2.   Οι μαθητές κάθονται πλέον, όπως έχουν διαμορφωθεί οι νέες ομάδες. Σε καθεμιά δίνεται από ένα νέο φύλλο εργασίας. Τα φύλλα εργασίας είναι τέσσερα, όσα και οι ομάδες. Το πρώτο ζητούμενο είναι κοινό σε όλα τα φύλλα εργασίας και για όλες τις ομάδες. Οι μαθητές ακούνε το τραγούδι «The boat on the river» των styx και στο φύλλο εργασίας βλέπουν τους στίχους του τραγουδιού στα αγγλικά και στα ελληνικά. Πάνω σε αυτό καλούνται να συζητήσουν για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και αξιοποιώντας τη δημιουργική γραφή να προβληματιστούν πάνω στους κοινωνικούς ή προσωπικούς λόγους που μπορεί να φέρουν έναν άνθρωπο σε ψυχικό αδιέξοδο.
3.   Δίνεται το κείμενο «το ποτάμι» του Αντ. Σαμαράκη στους μαθητές της κάθε ομάδας σε φωτοτυπίες. Η ανάγνωση γίνεται από τον εκπαιδευτικό μέχρι το σημείο «Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά». Σε αυτό το σημείο ζητείται από τις ομάδες των μαθητών να επιστρέψουν στα φύλλα εργασίας τους και να εργαστούν πάνω στο δεύτερο ζητούμενο, το οποίο και πάλι είναι κοινό για όλες τις ομάδες. Θα ζητηθεί από τους μαθητές να δημιουργήσουν το δικό τους τέλος στο διήγημα. Η πρώτη ομάδα θα χρησιμοποιήσει αφήγηση, η δεύτερη διάλογο, η τρίτη περιγραφή και η τέταρτη μονόλογο. Μετά την παρουσίαση των εργασιών θα ακολουθήσει συζήτηση για τους λόγους εξαιτίας των οποίων η κάθε ομάδα έκανε την επιλογή της και σε ποια κειμενικά στοιχεία στηρίχθηκε ή και παρέβλεψε σκόπιμα και αυτοξιολόγηση των δημιουργικών τους εργασιών (προϋπόθεση εδώ είναι να γνωρίζουν οι μαθητές και οι μαθήτριες τα βασικά χαρακτηριστικά των παραπάνω αφηγηματικών τρόπων).   
4.   Στη συνέχεια οι μαθητές σε ανοιχτή συζήτηση ανακαλύπτουν στο έργο του Σαμαράκη τους ρόλους του Υποκειμένου, του Αντικειμένου, του Βοηθού και του Αντίμαχου, τα πρόσωπα, τις καταστάσεις ή τα αντικείμενα που αντιστοιχούν σε αυτά, τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις και καταγράφουμε τις απαντήσεις τους σε έναν εννοιολογικό χάρτη.
5.   Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παρακολουθήσουμε αποσπάσματα από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Το ποτάμι» και να συζητήσουμε για τους συμβολισμούς του υγρού στοιχείου στις τέσσερις ιστορίες που αποτελούν την ταινία, να δούμε το «ποτάμι» ως μέσο υπέρβασης της φθοράς και του θανάτου.
6.   Οι ομάδες των μαθητών και μαθητριών δημιουργούν ψηφιακές αφηγήσεις (συνδυασμός λόγου – εικόνας). Οι δύο θα έχουν ως θέμα την καταπίεση τη ανθρώπινης ύπαρξης λ κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στις οποίες ζουν και οι άλλες δύο τον άνθρωπο, ο οποίος ζει τις απολαύσεις της ζωής ανυποψίαστος για τη μεγάλη καταστροφή που μπορεί να πλησιάζει και για ένα «τέλος» που καθορίζεται από άλλους «ισχυρότερους» της γης.
7.   Τελειώνοντας, ακολουθεί παρουσίαση των εργασιών και ετεροαξιολόγηση. Οι ομάδες του πρώτου θέματος αξιολογούν η μία την αφήγηση της άλλης, το ίδιο και οι ομάδες του δεύτερου θέματος. (προϋπόθεση και εδώ η γνώση των βασικών γνωρισμάτων της ψηφιακής αφήγησης).
1ο Φύλλο Εργασίας
Το λιοντάρι, το καπλάνι κι ο αϊτός
«Ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις τσούπρες και τρία παιδιά. Σαν ήρθε ο καιρός να πεθάνει μάζεψε τα παιδιά του και τους είπε: Εγώ, παιδιά μου, σε λίγο θα πεθάνω. Όταν γίνει αυτό, θέλω να παντρέψετε τις αδερφές σας και μετά να παντρευτείτε κι εσείς. Στον μικρό μάλιστα είπε ότι του έχει φυλαγμένη μια ξωτική, για να την παντρευτεί, κλεισμένη στον κρυσταλλένιο οντά, αφού αποκαταστήσει τις αδερφές του.
Πέρασε λίγος καιρός και ήρθε και τσουκάνισε την πόρτα το λιοντάρι.
-Ποιος είσαι, ρώτησαν τα τρία αδέρφια.
-Είμαι το λιοντάρι και ήρθα να παντρευτώ τη μεγάλη σας αδερφή.
-Πόσο μακριά είναι ο τόπος σου, ρώτησαν τα βασιλόπουλα.
-Για μένα πέντε μέρες, για σας πέντε χρόνια.
-Πολύ μακριά, είπαν οι δύο μεγάλοι αδερφοί. Κι αν αρρωστήσει καμιά φορά, πώς θα ‘ρθουμε να τη δούμε.
Όμως, ο μικρός αδερφός πήρε από το χέρι την αδερφή του και την έδωσε για γυναίκα του λιονταριού.
-Εδώ που βγήκε η τύχη σου, σύρε, της είπε.
Αφού φιλήθηκαν, την πήρε το λιοντάρι κι έφυγαν.
Την άλλη μέρα ήρθε το καπλάνι και ήθελε για γυναίκα του τη μεσαία αδερφή. Το καπλάνι έμενε δέκα χρόνια μακριά τους. Έγινε η ίδια διαπραγμάτευση και πάλι ο μικρός αδερφός πήρε την ευθύνη κι έδωσε την αδερφή του στο καπλάνι.
Την τρίτη  μέρα ήρθε ο αϊτός και ήθελε τη μικρότερη αδερφή. Και πάλι, παρά τις αντιρρήσεις των μεγάλων, ο μικρότερος έδωσε την αδερφή του στον αϊτό, κι ας ζούσε δεκαπέντε χρόνια μακριά.
Αφού παντρεύτηκαν οι τσούπρες και τα δύο μεγαλύτερα βασιλόπουλα, ο μικρός άνοιξε τον οντά, για να βρει την ξωτική. Όμως αυτή του ξέφυγε και φεύγοντας του είπε: Αν θέλεις να με βρεις, να φτιάξεις σιδερένιο δεκανίκι και σιδερένια ποδήματα και να έρθεις στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, στα μαρμαρένια τα βουνά, στους κρυσταλλένιους κάμπους.
Το βασιλόπουλο έφτιαξε τα σιδερένια ποδήματα και το σιδερένιο δεκανίκι και κίνησε να τη βρει. Σε πέντε χρόνια έφτασε στο σπίτι της πρώτης του αδερφής κι έκατσε έξω στο πεζούλι να ξαποστάσει. Σαν ήρθε η δούλα να γεμίσει το μαστραπά νερό, αυτός της ζήτησε να πιει νερό με το μαστραπά. Στην αρχή δεν του έδινε, αλλά μετά του έδωσε και καθώς έπινε του έπεσε το δαχτυλίδι του μέσα στο νερό. Η δούλα πήγε το νερό στην κυρά της κι αυτή μόλις είδε το δαχτυλίδι, κατάλαβε πως ήταν του αδερφού της.
-Τίνος έδωκες νερό, τη ρώτησε.
-Είναι ένας διαβάτης έξω, μου ζήτησε νερό και του έδωκα, απάντησε αυτή.
-Πήγαινε, φέρτον μέσα.
Μπήκε μέσα το βασιλόπουλο, αγκαλιάστηκαν και η κοπέλα τον ρώτησε.
-Πώς ήρθες εδώ;
Αυτός της μολόγησε όσα έπαθε. Εκεί που μιλούσαν άκουσαν το λιοντάρι που ερχόταν.
-Να σε κρύψω, είπε η αδερφή, να μη σε φάει. Του έδωσε τότε ένα φούσκο κι αυτός έγινε σκούπα.
-Βασιλικό αίμα μου μυρίζει, είπε το λιοντάρι μόλις μπήκε.
-Βασιλικές στράτες περπατείς, βασιλικό αίμα σου μυρίζει, είπε η βασιλοπούλα.
Καθώς έτρωγαν ψωμί, η κοπέλα ρώτησε το λιοντάρι.
-Αν ερχόταν ο μεγάλος μου αδερφός, τι θα τον έκανες;
-Θα τον ξέσκιζα.
-Αν ερχόταν ο μεσιός;
-Θα τον έκανα κομμάτια.
-Αν ερχόταν ο μικρός;
-Θα τον φιλούσα στα μάτια.
-Ήρθε, του είπε.
-Και τον κρύβεις από μένα;
-Τότε αυτή πήρε τη σκούπα, της έδωσε ένα φούσκο και ξανάγινε ο αδερφός της.
Το λιοντάρι τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον ρώτησε γιατί είχε έρθει. Εκείνος, αφού του είπε όσα είχε πάθει, τον ρώτησε αν ήξερε τις  ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρυσταλλένιους κάμπους. Το λιοντάρι δεν ήξερε. Την άλλη μέρα μάζεψε όλα τα ζώα, μήπως ήξεραν, αλλά δεν ήξερε κανένα. Του έδωσε τότε μια τρίχα από τη χαίτη του. Αν χρειαζόταν ποτέ τη δύναμη που έχει ένα λιοντάρι, θα έβγαζε την τρίχα από δισάκι του και θα γινόταν δυνατός σαν λιοντάρι. Το βασιλόπουλο κίνησε ξανά το δρόμο του και σε άλλα πέντε χρόνια έφτασε στο σπίτι της δεύτερης αδερφής του. Η ιστορία επαναλήφθηκε όπως ακριβώς και τη πρώτη φορά. Το καπλάνι του έδωσε ένα νύχι από το πόδι του, ώστε, αν χρειαζόταν να γίνει γρήγορος σαν καπλάνι, να έβγαζε το νύχι από το δισάκι του. Το ίδιο έγινε και με την Τρίτη αδερφή. Μόνο που αυτή τη φορά, από όλα τα ζώα η γερακίνα ήξερε τις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες, τα μαρμαρένια τα βουνά, τους κρυσταλλένιους κάμπους.
Ο αϊτός τότε τη διέταξε να τον πάει εκεί και του έδωσε ένα φτερό, αν έπρεπε ποτέ να πετάξει ψηλά. Όταν έφτασαν, το βασιλόπουλο προσπάθησε να πιάσει την ξωτική, αλλά οι άλλες ξωτικές που ζούσαν εκεί την έπαιρναν γρήγορα μακριά του. Τότε το βασιλόπουλο έγινε καπλάνι και τις έφτασε. Δεν μπορούσε όμως και πάλι να την πάρει, γιατί πετούσαν ψηλά και δεν την έφτανε. Τότε έγινε αϊτός και πέταξε ψηλά. Οι άλλες ξωτικές πάλι την κρατούσαν πολύ σφιχτά και δεν μπορούσε να την αρπάξει από τα χέρια τους. Έτσι κι αυτός έγινε λιοντάρι και με μεγάλη δύναμη την έβγαλε από τα χέρια τους. Την πήρε τότε στο βασίλειό του και την έκανε γυναίκα του».

Στο παραπάνω παραμύθι, το οποίο αποτελεί διασκευή του ομώνυμου παραμυθιού που περιέχεται στο βιβλίο: Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου της Γιάννας Σέργη, εκδόσεις Εν πλω, α’ έκδοση: Δεκέμβριος 2008:

1)   Να καταγράψετε τα πρόσωπα του παραμυθιού, τους χώρους και τους χρόνους μέσα στους οποίους αυτά κινούνται
2)  Να οργανώσετε την παρουσίαση του παραμυθιού με παντομίμα, αφού πρώτα μοιράσετε τους ρόλους που υπάρχουν σε αυτό και αναθέσετε σε κάποιο μέλος της ομάδας σας τον ρόλο του αφηγητή. Προσοχή: Κατά τη σκηνοθεσία, να προβλέψετε να είναι φανερή η αλλαγή σκηνικού χώρου και χρόνου με βάση τον ελεύθερο χώρο της αίθουσας.

2ο Φύλλο Εργασίας
Ο Γιάννης και η βασιλοπούλα
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια φτωχή οικογένεια, που ζούσε στην άκρη ενός δάσους. Ο πατέρας ήταν ξυλοκόπος και κάθε μέρα πήγαινε στο δάσος, για κόψει ξύλα και μετά να τα πουλήσει στους εμπόρους. Με τα λίγα λεφτά που έπαιρνε προσπαθούσε να θρέψει την οικογένειά του. Η μάνα έβγαινε κάθε μέρα απ’ το σπίτι και μάζευε χόρτα από τα γύρω χωράφια. Όταν γύριζε στο σπίτι έβαζε όλη την τέχνη, ώστε με τα λίγα χορταράκια που μάζεψε από τη γη να ετοιμάσει το φαγητό για τον άντρα της, που θα γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά, και τα τρία της παιδιά, όταν θα επέστρεφαν από το σχολείο. Οι δύο γονείς είχαν τρία αγόρια. Το μεσαίο από αυτά το έλεγαν Γιάννη.
Κάποια μέρα όμως ο πατέρας έχασε τη δουλειά του, γιατί το δάσος πήρε φωτιά και δεν υπήρχαν πια δέντρα για κόψει. Τότε ήταν που έπεσε και ξηρασία στην περιοχή, με αποτέλεσμα η μάνα να μη βρίσκει χόρτα για το καθημερινό φαγητό.
Στενοχωρημένοι οι δύο γονείς προσπαθούσαν να βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Κάθε βράδυ, όταν τα τρία αγόρια πήγαιναν για ύπνο, κάθονταν δίπλα στη φωτιά και αναρωτιόντουσαν τι θα κάνουν. Μάταια όμως, δεν έβρισκαν καμιά λύση.
-Δεν υπάρχει άλλη λύση, είπε ένα βράδυ ο πατέρας. Πρέπει να δώσουμε το ένα μας παιδί. Αν μικρύνει η οικογένεια, θα έχουμε φαΐ για όλους. Έκλαψε η μάνα, παρακάλεσε, όμως ο πατέρας δεν άλλαζε γνώμη. Θα έπαιρνε το ένα τους παιδί και θα το εγκατέλειπε μόνο στο δάσος. Αν ήταν τυχερό και ικανό, θα σώζονταν.
Κάθισαν τότε και σκέφτονταν ποιο παιδί θα εγκατέλειπαν.
-Να αφήσουμε τον μεγάλο, είπε κάποια στιγμή η μάνα.
-Όχι, τον μεγάλο, απάντησε ο πατέρας. Αυτός σε λίγο θα μπορεί να δουλεύει και να μας θρέψει όλους. Να αφήσουμε τον μικρό.
-Όχι, τον μικρό, είπε η μάνα. Αυτός είναι που θα μας κοιτάξει στα γεράματα.
-Τότε πρέπει να αφήσουμε τον Γιάννη, είπε ο πατέρας.
Πραγματικά, το επόμενο πρωί ο πατέρας ξύπνησε τον Γιάννη και του είπε πως θα πήγαινε για ψάρεμα στο ποτάμι και τον ήθελε να πάει μαζί του.
Ο Γιάννης πέταξε από τη χαρά του κι ακολούθησε τον πατέρα του στο δρόμο για το ποτάμι.
Όταν έφτασαν εκεί κι έβγαλαν τα εργαλεία, για να ψαρέψουν, ο πατέρας προσποιήθηκε ότι είχε ξεχάσει τα δολώματα.
-Πρέπει να πάω πίσω στο σπίτι, Γιάννη, του είπε, να πάρω τα δολώματα. Εσύ να μείνεις εδώ και να με περιμένεις.
-Να έρθω μαζί σου, πατέρα, απάντησε ο Γιάννης. Φοβάμαι! Αν έρθει κανένα άγριο θηρίο \, τι θα κάνω;
-Να μείνεις εδώ, επέμεινε ο πατέρας. Αν πάμε μαζί, θα αργήσουμε. Αν τρέψω μόνος μου, θα γυρίσω πολύ γρήγορα.
Και πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι, αφήνοντας το παιδί μόνο του στο δάσος δίπλα στο ποτάμι.
Οι ώρες περνούσαν κι ο πατέρας δεν φαινόταν πουθενά. Το παιδί φοβόταν όλο και περισσότερο. Όταν πια νύχτωσε, πήγε και κουλουριάστηκε κάτω από ένα δέντρο. Στην αρχή δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αφού σε κάθε θόρυβο που ακουγόταν από τη μεριά του δάσους σηκωνόταν τρομαγμένος. Τελικά, πολύ αργά κατακουρασμένος, τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί, μόλις άνοιξε τα μάτια του, είδε απέναντί του να κάθονται ένα λιοντάρι, ένας σταυραϊτός κι ένα μυρμήγκι και να μαλώνουν.
-Γιατί μαλώνετε, τους ρώτησε ο Γιάννης.
Τα τρία ζώα είχαν κυνηγήσει το προηγούμενο βράδυ ένα ελάφι και τώρα μάλωναν, γιατί δεν μπορούσαν να μοιράσουν δίκαια και ικανοποιητικά την τροφή τους.
-Αφήστε να σας βοηθήσω εγώ, είπε ο Γιάννης. Εσύ, λιοντάρι, θα πάρεις τα κόκκαλα, εσύ, σταυραϊτέ, το κρέας κι εσύ μυρμήγκι τα τρίμματα.
Όλοι ήταν πια ευχαριστημένοι με τη μοιρασιά. Τα τρία ζώα τον ευχαρίστησαν και θέλησαν να του προσφέρουν από ένα δώρο.
-Πάρε αυτό το φτερό, του είπε το λιοντάρι, κι, όταν θα λες «λιοντάρι μου, τα φτερά σου», θα γίνεσαι γρήγορος σαν λιοντάρι.
-  Πάρε αυτό το φτερό, του είπε ο σταυραϊτός, κι, όταν θα λες «σταυραϊτέ  μου, τα φτερά σου», θα πετάς ψηλά σαν αϊτός.
- Πάρε αυτό το φτερό, του είπε το μυρμήγκι, κι, όταν θα λες «μυρμήγκι  μου, τα φτερά σου», θα γίνεσαι μικρός σαν μυρμήγκι.
Ο Γιάννης πήρε τα δώρα των ζώων και συνέχισε το δρόμο του μέσα στο δάσος μήπως βρει τον πατέρα του ή θυμηθεί το δρόμο για το σπίτι του. Περιπλανιόταν έτσι για πολλές ώρες, αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή έφτασε σε κάτι στάνες βοσκών.
-Ποιοι είστε εσείς, τους ρώτησε.
-Είμαστε οι βοσκοί του βασιλιά, του απάντησαν, κι αυτά είναι τα κοπάδια του.
-Να μείνω μαζί σας να δουλέψω, τους είπε τότε ο Γιάννης.
Όταν αυτοί τον καλοδέχτηκαν, τους ρώτησε τι δουλειά θα κάνει.
-Είναι δύσκολη η δουλειά σου, τον πληροφόρησαν. Κάθε πρωί θα πρέπει να πηγαίνεις ζεστό το γάλα από τα πρόβατα στη βασιλοπούλα. Το παλάτι όμως είναι μακριά και το γάλα κρυώνει μέχρι να φτάσουμε. Και τότε η βασιλοπούλα γίνεται κακιά και μας δέρνει και μας χτυπάει. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία.
-Α, εγώ ευχαρίστως θα την κάνω αυτή τη δουλειά, είπε ο Γιάννης.
Το επόμενο πρωί πήρε το γάλα μόλις αρμέχτηκε και κρυφά από τους άλλους βοσκούς φώναξε «λιοντάρι μου, τα φτερά σου». Τότε έγινε γρήγορος σαν λιοντάρι και πήγε έτσι ζεστό το γάλα στη βασιλοπούλα.
Μόλις αυτή το δοκίμασε, του είπε ευχαριστημένη.
-Κάθε πρωί εσύ θέλω να μου φέρνεις το γάλα μου.
Έτσι κι έγινε. Κάθε πρωί ο Γιάννης πήγαινε το γάλα στο παλάτι. Με τις πολλές φορές ερωτεύτηκε την κοπέλα και τότε αποφάσισε να μπει το βράδυ κρυφά στο δωμάτιο που κοιμόταν.
-Μυρμήγκι μου, τα φτερά σου, είπε κι έγινε μικρός σαν μυρμήγκι. Πέρασε έτσι κάτω από την πόρτα του δωματίου της και, αφού ξανάγινε όπως ήταν,  κοιμήθηκε μαζί της.
Αυτό γινόταν κάθε βράδυ, ώσπου η βασιλοπούλα μαρτύρησε τα πάντα στον πατέρα της. Ρώτησαν τους φρουρούς, αλλά αυτοί δεν είχαν δει κανένα. Ο πατέρας της τότε τη συμβούλεψε το επόμενο βράδυ που θα έρθει ο νυχτερινός επισκέπτης της, να σφραγίσει το μέτωπό του με το δαχτυλίδι της κι αφού αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο ικανός να μπαίνει στο παλάτι χωρίς κανένας να το καταλαβαίνει, θα τον έπαιρνε για άντρα της.
Την άλλη μέρα ζήτησαν από όλους του άντρες του βασιλείου να περάσουν μπροστά από το βασιλιά και τη βασιλοπούλα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ο Γιάννης. Όταν έφτασε η σειρά του, ο βασιλιάς του ζήτησε να βγάλει το καπέλο του. Τότε όλοι είδαν τη βασιλική σφραγίδα στο μέτωπό του.
-Αυτός θα γίνει άντρας μου, είπε η βασιλοπούλα.
Ο βασιλιάς όμως δεν ήθελε για άντρα της κόρης του ένα τσοπάνο κι έτσι τους έδιωξε από το παλάτι. Το ζευγάρι ζούσε πια φτωχικά, αλλά ευτυχισμένα από τα λίγα ζώα που είχαν στη δική τους στάνη.
Μια μέρα όμως, έφτασαν κακά νέα. Ο βασιλιάς ήταν βαριά άρρωστος κι ο μόνος τρόπος για να γίνει καλά ήταν κάποιος να του φέρει το αθάνατο νερό. Αυτό όμως κυλούσε ανάμεσα σε δύο πανύψηλους βράχους που ανοιγόκλειναν και κανένας δεν μπορούσε να φτάσει τόσο ψηλά.
Τότε ο Γιάννης θυμήθηκε το φτερό του σταυραϊτού.
-Σταυραϊτέ μου, τα φτερά σου, φώναξε και πέταξε ψηλά ανάμεσα στους δύο βράχους τη στιγμή που άνοιγαν.
Πήρε έτσι το αθάνατο νερό, το έφερε στο βασιλιά κι εκείνος έγινε αμέσως καλά.
Κατάλαβε τότε το λάθος του, δέχτηκε ξανά κοντά του την κόρη του κι έκανε βασιλιά το γαμπρό του.
Κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 Στο παραπάνω παραμύθι, το οποίο μου διηγούνταν η γιαγιά μου από ένα χωριό των Γρεβενών της Δυτικής Μακεδονίας, όταν ήμουν μικρή:

3)  Να καταγράψετε τα πρόσωπα του παραμυθιού, τους χώρους και τους χρόνους μέσα στους οποίους αυτά κινούνται
4)  Να οργανώσετε την παρουσίαση του παραμυθιού με παντομίμα, αφού πρώτα μοιράσετε τους ρόλους που υπάρχουν σε αυτό και αναθέσετε σε κάποιο μέλος της ομάδας σας τον ρόλο του αφηγητή. Προσοχή: Κατά τη σκηνοθεσία, να προβλέψετε να είναι φανερή η αλλαγή σκηνικού χώρου και χρόνου με βάση τον ελεύθερο χώρο της αίθουσας.

Φύλλο Εργασίας
Το ποτάμι του Σαμαράκη
1)   Αφού ακούσετε το τραγούδι των styxthe boat on the river” και διαβάσετε προσεκτικά τους στίχους του, όπως σας δίνονται στη συνέχεια και στα αγγλικά και στα ελληνικά και συζητήσετε με τα μέλη της ομάδας σας για τα συναισθήματα που φαίνεται να κυριεύουν τον ήρωα του τραγουδιού με την επαφή του με το ποτάμι, όπου ταξιδεύει η βάρκα του, και την προηγούμενη κατάστασή του, πριν την επαφή του με το ποτάμι (στηριζόμενοι/ες σε κειμενικά στοιχεία), να προσπαθήσετε να γράψετε το τέλος του τραγουδιού σε 8 στίχους στα ελληνικά, στους οποίους θα αποκαλύπτεται η κοινωνική ή η προσωπική κατάσταση που έφερε τον ήρωα στην παραπάνω συναισθηματική θέση.
Boat On The River
Take me back to my boat on the river
I need to go down, I need to come down
Take me back to my boat on the river
And I won't cry out any more
Time stands still as I gaze In her waters
She eases me down, touching me gently
With the waters that flow past my boat on the river
So I won't cry out anymore
Oh the river is deep
The river it touches my life like the waves on the sand
And all roads lead to Tranquillity Base
Where the frown on my face disappears
Take me back to my boat on the river
And I won't cry out anymore
Oh the river is wide
The river it touches my life like the waves on the sand
And all roads lead to Tranquillity Base
Where the frown on my face disappears
Take me back to my boat on the river
And I won't cry out anymore
And I won't cry out anymore
And I won't cry out anymore
 Πλοίο στο ποτάμι
Πήγαινε με κάτω στο πλοίο στο ποτάμι
Χρειάζομαι να κατέβω
Πήγαινε με πίσω στο πλοίο στο ποτάμι
Και δεν θα ξανακλάψω
Ο χρόνος μένει σταθερός όσο αγναντεύω τα νερά
Με ανακουφίζει αγκίζοντάς με ευγενικά
Με τα νερά αυτά που κυλούν πίσω από το πλοίο μου στο ποτάμι
Το ποτάμι είναι βαθύ
Το ίδιο το ποτάμι αγγίζει τη ζωή μου όπως τα κύματα την άμμο
Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Βάση της Ηρεμίας
Όπου το συνοφρύωμα του προσώπου μου εξαφανίζεται
Πήγαινε με πίσω στο πλοίο στο ποτάμι
Και δεν θα ξανακλάψω
Το ποτάμι είναι ευρύ
Το ίδιο το ποτάμι αγγίζει τη ζωή μου όπως τα κύματα την άμμο
Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Βάση της Ηρεμίας
Όπου το συνοφρύωμα του προσώπου μου εξαφανίζεται
Πήγαινε με πίσω στο πλοίο στο ποτάμι
Και δεν θα ξανακλάψω
Και δεν θα ξανακλάψω
Και δεν θα ξανακλάψω

2)  Να συζητήσετε και να γράψετε ποιο θα μπορούσε να είναι το τέλος του διηγήματος, στηριζόμενοι πάντα σε στοιχεία και πληροφορίες που μας δίνει το ίδιο το κείμενο ως αυτό το σημείο. Η πρώτη ομάδα θα χρησιμοποιήσει αφήγηση, η δεύτερη διάλογο, η τρίτη περιγραφή και η τέταρτη μονόλογο. Ο χώρος θα πρέπει να είναι «παρών» στο λόγο και τη σκέψη των χαρακτήρων.
3)  Να δημιουργήσετε τέσσερις ψηφιακές αφηγήσεις. Η ομάδα του Υποκειμένου και του Συμπαραστάτη θα έχουν ως θέμα την καταπίεση τη ανθρώπινης ύπαρξης λόγω των  κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στις οποίες ζει και οι ομάδες του Πολύτιμου Αντικειμένου και του Αντίμαχου τον άνθρωπο, ο οποίος ζει τις απολαύσεις της ζωής ανυποψίαστος για τη μεγάλη καταστροφή που μπορεί να πλησιάζει και για ένα «τέλος» που καθορίζεται από άλλους «ισχυρότερους» της γης.


Γιάννα Σέργη, Λαϊκά παραμύθια της Ηπείρου, Αθήνα 2008, Εκδόσεις Εν Πλω

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α’ Τεύχος Βιβλίο Καθηγητή

Το ποτάμι του Αντώνη Σαμαράκη






























Λογοτεχνία Κειμενικά Στοιχεία Αφηγηματικές Τεχνικές Κική Δημουλά Τα κόκκινα παπούτσια




Αφηγηματικές Τεχνικές
Η διδασκαλία όλων των αφηγηματικών τεχνικών με ένα κείμενο
Φύλλο Εργασίας
Δημιουργός: Βασιλική Σταμάτη Φιλόλογος

Κική Δημουλά, Τα κόκκινα παπούτσια

Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Άσπρα. Αστραφτερά, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο», δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει, με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει… αυτό μου είναι μεγάλο… αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει. Εγώ και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ’ αυτά τα πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε πού κείται το μεγάλο δάχτυλο, πού κείται το ψεύδος.     
Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνισή του ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια, μ’ ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να ’ρθει μπροστά μια σκονισμένη ιστορία, παλιά, πάλι με παπούτσια, με τα πρώτα παπούτσια που μ’ έκαμαν να κλάψω.  

Πάσχα και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν «δύσκολα». Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.    
 – Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη… Θα μας φτιάξει κάτι που να ’ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.   
Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα, έπλεναν τζάμια. Καθώς τα ’τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.
Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας, στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του ’χα ξεφύγει και να ’τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή.     
Όμως, αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.

Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη, από πού περάσαμε, εγώ θα του ’λεγα, περάσαμε… περάσαμε… από κάτι κόκκινα παπούτσια, ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια, στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια, και φτάσαμε!     
Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρουδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια, ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα. Μια χοντρή βελόνα, σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.
Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης, αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα, αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρο μου. Κι αφού είπανε, χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα, και αφού τώωωρα η Αργυρούλα, μπήκε στο θέμα πια ό πατέρας μου:    
 – Και τώρα, μαστρο-Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο!     
Με τούτο το «προκείμενο» πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πώς το «προκείμενο» μπορεί να ’ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
   – Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;     
Και πριν προφτάσω ν’ ακούσω την απάντηση, η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ’ ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο-Κούλης, όλα τα χοντροπάπουτσα, να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης «μπόλικα! μπόλικα», που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε:     
– Θα γίνουν αθάνατα!     
Ανησύχησα.    
 – Δε θέλω αθάνατα, κόκκινα θέλω, ψέλλισα.     
– Θέλε! αγρίεψε ό μαστρο-Κούλης, κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου, και φύγαμε.

Ίσως σου κακοφανεί, μαστρο-Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σου χρώσταγα να περάσω μια τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου ’φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τάνκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ’ εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις. Έσκασα στο κλάμα.     
– Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο… Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι.    
 Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι;     
Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι, κατηφορίζουμε για την εκκλησία.     
Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου, αυτός με την κατάνυξή του, Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης, ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της, το πρόσεχε μην πέσεις, το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου, άλλαξε το βήμα σου.

Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα, ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη.     
– Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.     
Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηχαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς».    
Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει, με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σα μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.     
Η μάνα μου, άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο:    
 – Τι λες… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.     
Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλυτη και κλαίγοντας, τα έβαλε με τον πατέρα μου:    
 – Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!     
Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σα να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».    
 – Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.    
- Τι λες εκεί… Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη.     
Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στήν ξώπορτα, να πάω να παίξω.     
Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το ’να μου πόδι, και το ’κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.

Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση, προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν’ αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα.
      – Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!     
– Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.    
 – Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα.    
 Κι αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά, δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μη την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου.

Σ’ αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μη σε πνίξουν τα καυσαέρια, είναι τρέλα να ισχυριστείς ότι μυρίζουν πασχαλιές. Και όμως, εμένα μου μύρισαν.


Ερωτήσεις
1.  Ποια είναι αυτά καθαυτά τα γεγονότα της ιστορίας; Να τα διατυπώσετε σύντομα και να τα αριθμήσετε με τη σειρά που δίνονται μέσα στο διήγημα.
2.  Ποιες άλλες πληροφορίες μας δίνει το διήγημα; Να τις διατυπώσετε σύντομα και να τις αριθμήσετε με τη σειρά που δίνονται στο κείμενο.
3.  Θα μπορούσαν να παραλειφθούν αυτά τα πρόσθετα στοιχεία χωρίς να αλλάξει κάτι στην εξέλιξη της δράσης;
4.  Θα μπορούσαν να δοθούν τα γεγονότα της ιστορίας με διαφορετική σειρά χωρίς να προδοθεί το πνεύμα και το νόημα του έργου; Μπορείτε να προτείνετε μια τέτοια διαφορετική σειρά; Παρατηρείτε κάποια αλλαγή ως προς τη συγγραφική στόχευση της συγγραφέα και ως προς την αναγνωστική πρόσληψη;
5.  Σε ποιο ρηματικό πρόσωπο γίνεται η αφήγηση;
6.  Ο αφηγητής
Α) είναι πρόσωπο της ιστορίας
Β) συμμετέχει στα γεγονότα ως πρωταγωνιστής
Γ) συμμετέχει στα γεγονότα ως παρατηρητής
Δ) δεν είναι πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται
7.  «Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηκαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω “ασεβώς”». Ποιος «βλέπει» (γνωρίζει, βεβαιώνει) στο συγκεκριμένο απόσπασμα; 
8.  Ταυτίζεται πάντα το πρόσωπο που αφηγείται (μιλάει) με το πρόσωπο μέσα από την οπτική γωνία του οποίου παρέχεται η πληροφορία;
9.  Προσπαθήστε να μεταγράψετε το κομμάτι της ιστορίας που σχετίζεται με το «ατύχημα» με το παπούτσι στο δρόμο για την εκκλησία σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με αφηγητή τον πατέρα και τη δική του οπτική γωνία.
10.Προσπαθήστε να μεταγράψετε το κομμάτι της ιστορίας που σχετίζεται με το «ατύχημα» με το παπούτσι στο δρόμο για την εκκλησία σε τριτοπρόσωπη αφήγηση με αφηγητή τη μητέρα, αλλά μέσα από την οπτική γωνία της κόρης.
11. Προσπαθήστε να μεταγράψετε το ίδιο απόσπασμα σε τρίτο πρόσωπο με αφηγητή έναν παντογνώστη αφηγητή που δεν συμμετέχει στην ιστορία.
11.Ο αφηγητής στο παραπάνω απόσπασμα
Α) Λέει όσα γνωρίζει ο ήρωας
Β) Λέει περισσότερα
Γ) Λέει λιγότερα
Να δικαιολογήσετε σύντομα την απάντησή σας.
12. «Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου … και φύγαμε». Μας αποκρύπτει κάτι σε αυτό το σημείο η αφήγηση;
13. Άρα, ο αφηγητής λέει:
Α) Όσα γνωρίζει ο ήρωας
Β) Περισσότερα από όσα γνωρίζει ο ήρωας
Γ) Λιγότερα από όσα γνωρίζει ο ήρωας
14. Η εστίαση επομένως παραμένει αμετάβλητη σε όλο το μήκος του κειμένου;
15. Ποια εστίαση (εσωτερική, εξωτερική, μηδενική), κατά τη γνώμη σας, μας αφήνει να λειτουργήσουμε πιο ελεύθερα ως αναγνώστες;
16. Κάθε αφήγηση χωρίζεται σε αφήγηση γεγονότων και σε αφήγηση λόγων. Να εντοπίσετε τα αντίστοιχα χωρία στο διήγημα.
17. Με ποιους τρόπους γίνεται η αφήγηση γεγονότων;
18. Με ποιους τρόπους γίνεται η αφήγηση λόγων;
19. Στις αφηγήσεις με φανερό υπάρχουν δύο είδη “Τώρα”: το τώρα της αφήγησης και το τώρα της ιστορίας. Να εντοπίσετε τα χωρία που ανήκουν σε καθένα από τα δύο είδη.
20. Σε περιπτώσεις, όπως η παραπάνω, έχουμε και διαφορά στην εστίαση: την εστίαση του Εγώ που βιώνει και την εστίαση του Εγώ που αφηγείται. Ποια εστίαση θεωρείτε ότι κυριαρχεί στο απόσπασμα «Πάσχα και πάντως μια εποχή … Και στεκόμουνα έτσι»; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Υπάρχουν σημεία στα οποία βρίσκουμε τη δεύτερη εστίαση; Να βρείτε ένα τέτοιο σημείο και να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
21.Εξετάζοντας την ενότητα του χρόνου σε ένα κείμενο μπορούμε να διακρίνουμε αυτόν σε χρόνο της ιστορίας (Χ.Ι.), που είναι οι διαστάσεις του πραγματικού χρόνου των γεγονότων (ώρες, ημέρες, χρόνια…), και σε χρόνο της αφήγησης (Χ.Α.), που παριστά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Προσπαθήστε να εντοπίσετε μέσα στην αφήγηση πού ο ΧΙ ταυτίζεται με τον ΧΑ, πού ο ΧΑ είναι μικρότερος από το ΧΙ και πού ο ΧΑ είναι μεγαλύτερος από τον ΧΙ.
22. Αν θεωρήσουμε ως Τώρα της ιστορίας μας το χρονικό σημείο κατά το οποίο η δράση βρίσκει την ηρωίδα με τα παιδιά της μέσα στο κατάστημα παπουτσιών, ποια σημεία της αφήγησης προηγούνται αυτού του χρονικού σημείου και ποια έπονται;
23. «Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια ... τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα»: Να εξετάσετε την εναλλαγή των ρηματικών χρόνων, των επιρρημάτων και των χρονικών εκφράσεων στο παραπάνω απόσπασμα, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε;
24. Να εντοπίσετε ένα χωρίο του κειμένου το οποίο θα χαρακτηρίζατε ως αφήγηση κι ένα το οποίο θα χαρακτηρίζατε ως περιγραφή. Με ποια κριτήρια κάνατε την επιλογή;
25. Και μετά από όλα αυτά, πάμε να φτιάξετε τη δική σας ιστορία. Θα είναι η ιστορία μιας δικής σας ανεκπλήρωτης επιθυμίας ή μιας χαμένης ευκαιρίας. Τα γεγονότα μπορεί να είναι αληθινά ή η οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα να είναι εντελώς συμπτωματική, θα πρέπει όμως να επιδιώξετε να αξιοποιήσετε όσες περισσότερες από τις παραπάνω τεχνικές αφήγησης μπορείτε. Στόχος σας θα είναι να κερδίσετε το ενδιαφέρον του αναγνώστη.






Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

                     Κείμενο 1 Άρθρο του Βασίλη Σπυριδωνίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Γιατί στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με τα πλαίσι...