Λογοτεχνία Βιρτζίνια Γουλφ, Η κληρονομιά Φάκελος Υλικού – Δίκτυα Κειμένων Ερμηνευτική προσέγγιση μέσα από τις τεχνικές του θεάτρου και την δημιουργική γραφή – Ερμηνευτικό σχόλιο

 



Λογοτεχνία

Βιρτζίνια Γουλφ, Η κληρονομιά

Φάκελος Υλικού – Δίκτυα Κειμένων

Ερμηνευτική προσέγγιση μέσα από τις τεχνικές του θεάτρου και την δημιουργική γραφή – Ερμηνευτικό σχόλιο

Βασιλική Σταμάτη, Φιλόλογος

Βιρτζίνια Γουλφ, Η κληρονομιά

«Στη Σίσσυ Μίλλερ». Ο Γκίλμπερτ Κλάντον, παίρνοντας τη μαργαριταρένια καρφίτσα που βρισκόταν ανάμεσα σε σκόρπια δαχτυλίδια και καρφίτσες πάνω σε ένα μικρό τραπέζι στο μπουντουάρ1 της γυναίκας του, διάβασε την αφιέρωση: «Στη Σίσσυ Μίλλερ, με την αγάπη μου».


Ήταν χαρακτηριστικό της Άντζελα να ’χει θυμηθεί ακόμα και τη Σίσσυ Μίλερ, τη γραμματέα της. Όμως πόσο παράξενο ήταν, σκέφτηκε για άλλη μια φορά ο Γκίλμπερτ Κλάντον, το γεγονός ότι εκείνη είχε αφήσει τα πάντα στην εντέλεια –ένα μικρό δώρο για κάθε έναν από τους φίλους της. Ήταν σαν να είχε προβλέψει το θάνατό της. Κι όμως, ήταν απόλυτα υγιής όταν έφυγε εκείνο το πρωί απ’ το σπίτι, πριν από έξι εβδομάδες, όταν κατέβηκε απ’ το πεζοδρόμιο στο Πικαντίλλυ και το αυτοκίνητο τη σκότωσε.


Εκείνος περίμενε τη Σίσσυ Μίλλερ. Της είχε ζητήσει να έρθει· ένιωθε πως της το όφειλε, ύστερα από τόσα χρόνια που ήταν μαζί τους, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ναι, συνέχισε τη σκέψη του, καθώς καθόταν και την περίμενε, ήταν παράξενο που η Άντζελα άφησε τα πάντα σε τέτοια τάξη. Σε κάθε φίλο είχε αφήσει ένα μικρό δείγμα της αγάπης της. Κάθε δαχτυλίδι, κάθε κολιέ, κάθε μικρό κινέζικο κουτί –είχε πάθος με τα μικρά κουτιά– είχε ένα όνομα επάνω. Και το καθένα τού θύμιζε και κάτι. Αυτό της το είχε πάρει εκείνος· αυτό –το δελφίνι από σμάλτο με τα μάτια από ρουμπίνι –το είχε αρπάξει σε τιμή ευκαιρίας μια μέρα σ’ ένα δρομάκι στη Βενετία. Μπορούσε να θυμηθεί τη μικρή κραυγή του ενθουσιασμού της. Σ’ εκείνον, βέβαια, δεν άφησε τίποτε ιδιαίτερο, εκτός κι αν αυτό ήταν το ημερολόγιό της. Δεκαπέντε μικροί τόμοι, δεμένοι σε πράσινο δέρμα, στέκονταν πίσω του πάνω στο γραφείο της. Από τότε που παντρεύτηκαν, εκείνη κρατούσε ημερολόγιο. Μερικοί από τους πολύ λίγους –δε θα μπορούσε να τους πει τσακωμούς– ας πούμε, καβγάδες τους είχαν γίνει γι’ αυτό το ημερολόγιο. Όταν εκείνος έμπαινε μέσα και την έβρισκε να γράφει, εκείνη πάντοτε το έκλεινε κι έβαζε από πάνω το χέρι της. « Όχι, όχι, όχι», την άκουγε να λέει. «Μετά το θάνατο μου –ίσως». Έτσι του το άφησε, σαν κληρονομιά. Ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν μοιραζόταν όσο εκείνη ζούσε. Μα εκείνος θεωρούσε πάντα ως δεδομένο πως εκείνη θα ζούσε περισσότερο απ’ αυτόν. Αν είχε σταματήσει έστω για ένα λεπτό και είχε σκεφτεί τι έκανε, τώρα θα ήταν ζωντανή. Μα είχε κατεβεί από το πεζοδρόμιο και προχώρησε ευθεία, είπε ο οδηγός του αυτοκινήτου στην ανάκριση. Δεν του είχε δώσει καμία ευκαιρία να σταματήσει... Εδώ ο ήχος των φωνών στο χωλ διέκοψε τις σκέψεις του.


«Η δεσποινίς Μίλλερ, κύριε», είπε η υπηρέτρια.


Εκείνη μπήκε μέσα. Δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του μόνη της, πόσο μάλλον δακρυσμένη. Ήταν φοβερά στενοχωρημένη, χωρίς αμφιβολία. Η Άντζελα για εκείνη ήταν κάτι πολύ περισσότερο από εργοδότρια. Ήταν φίλη της. Εκείνος, σκέφτηκε, καθώς της πρόσφερε μια καρέκλα και της ζήτησε να καθίσει, μόλις που την ξεχώριζε από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα του είδους της. Υπήρχαν χιλιάδες Σίσσυ Μίλλερ αδιάφορες, μικρόσωμες γυναίκες στα μαύρα που κρατούσαν χαρτοφύλακα. Μα η Άντζελα, με το χάρισμα της συμπόνιας για τους άλλους, είχε ανακαλύψει όλα τα προτερήματα που είχε η Σίσσυ Μίλλερ. Ήταν υπόδειγμα σύνεσης· τόσο εχέμυθη· τόσο έμπιστη, θα μπορούσε κανείς να της πει τα πάντα, κι άλλα πολλά.


Η δεσποινίς Μίλλερ δεν μπορούσε να μιλήσει στην αρχή. Καθόταν εκεί σκουπίζοντας τα μάτια της με το μαντήλι της. Έπειτα έκανε μια προσπάθεια.


«Με συγχωρείτε, κύριε Κλάντον», είπε.


Εκείνος μουρμούρισε. Ασφαλώς την κατανοούσε. Ήταν πολύ φυσικό. Μπορούσε να φανταστεί τι σήμαινε η γυναίκα του για εκείνη.


« Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εδώ», είπε κοιτάζοντας γύρω της. Η ματιά της στάθηκε στο γραφείο που βρισκόταν πίσω του. Σ’ αυτό το χώρο είχαν δουλέψει –εκείνη και η Άντζελα. Γιατί η Άντζελα είχε το μερίδιό της στα καθήκοντα που αναλογούν στη σύζυγο ενός διακεκριμένου πολιτικού. Εκείνη στάθηκε η μεγαλύτερη βοήθεια για την καριέρα του.


Είχε δει πολλές φορές εκείνη και τη Σίσσυ να κάθονται στο τραπέζι –η Σίσσυ στη γραφομηχανή να δακτυλογραφεί γράμματα που της υπαγόρευε εκείνη. Χωρίς αμφιβολία η δεσποινίς Μίλλερ σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Τώρα δεν έμενε παρά να της δώσει την καρφίτσα που η γυναίκα του της είχε αφήσει. Κάτι που έδινε την εντύπωση ενός μάλλον αταίριαστου δώρου. Θα ήταν ίσως καλύτερα να της άφηνε ένα χρηματικό ποσό, ή ακόμα καλύτερα τη γραφομηχανή. Όμως να τη –«Στη Σίσσυ Μίλλερ, με την αγάπη μου». Και παίρνοντας την καρφίτσα, της την έδωσε μ’ ένα σύντομο λόγο που είχε προετοιμάσει. Ήξερε, είπε, πως θα την εκτιμούσε. Η γυναίκα του τη φορούσε συχνά... Κι εκείνη απάντησε, καθώς την έπαιρνε σαν να είχε προετοιμάσει κι εκείνη ένα λόγο, ότι θα ήταν για πάντα ένα πολύτιμο απόκτημα... Θα είχε, υπέθεσε εκείνος, άλλα ρούχα πάνω στα οποία μια μαργαριταρένια καρφίτσα δε θα έδειχνε τόσο αταίριαστη. Φορούσε το μαύρο παλτό και τη φούστα που έμοιαζαν να είναι τα ρούχα της δουλειάς της. Έπειτα θυμήθηκε πως πενθούσε βέβαια. Είχε κι εκείνη την τραγωδία της –έναν αδελφό, στον οποίο ήταν αφοσιωμένη και ο οποίος είχε πεθάνει μόλις μία ή δύο εβδομάδες πριν από την Άντζελα. Συνέβη σε κάποιο ατύχημα; Δεν μπορούσε να θυμηθεί –παρά μόνο η Άντζελα που του το είπε. Η Άντζελα, με το ταλέντο της συμπόνιας της για τους άλλους, είχε αναστατωθεί πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ η Σίσσυ Μίλλερ είχε σηκωθεί. Φορούσε τα γάντια της. Προφανως, ένιωσε ότι δε θα ’πρεπε να ενοχλεί με την παρουσία της. Μα εκείνος δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει χωρίς να πει κάτι για το μέλλον της. Ποια ήταν τα σχέδιά της; Θα μπορούσε να τη βοηθήσει με κάποιο τρόπο;


Είχε καρφώσει τα μάτια της στο τραπέζι, εκεί που καθόταν, μπροστά στη γραφομηχανή της, όπου βρισκόταν το ημερολόγιο. Και χαμένη στην ανάμνηση της Άντζελα, δεν απάντησε αμέσως στην πρότασή του ότι θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Φάνηκε για μια στιγμή να μην καταλαβαίνει. Έτσι, εκείνος επανέλαβε:


«Ποια είναι τα σχέδιά σας, δεσποινίς Μίλλερ;»


«Τα σχέδιά μου; Ω, μην ανησυχείτε, κύριε Κλάντον», είπε. «Παρακαλώ, μη νοιάζεστε για μένα».


Εκείνος κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν κάποια οικονομική βοήθεια. Συνειδητοποίησε πως θα ήταν καλύτερα να της κάνει παρόμοια πρόταση σ’ ένα γράμμα. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να πει, καθώς της έσφιγγε το χέρι: «Να θυμάστε δεσποινίς Μίλλερ, πως, αν θα μπορούσα να σας βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο, θα ήταν ευχαρίστησή μου». Έπειτα άνοιξε την πόρτα. Για μια στιγμή, στο κατώφλι, σαν να της ήρθε στο νου μια ξαφνική σκέψη, σταμάτησε.


«Κύριε Κλάντον», είπε, κοιτώντας τον στα μάτια για πρώτη φορά κι εκείνος για πρώτη φορά ξαφνιάστηκε με τη συμπονετική αλλά και ερευνητική έκφραση των ματιών της. «Αν οποιαδήποτε στιγμή», συνέχισε, «υπάρξει κάτι που μπορώ να κάνω για να σας βοηθήσω, να θυμάστε, θα νιώσω, για χάρη της γυναίκας σας, μεγάλη ευχαρίστηση...».


Με αυτά τα λόγια έφυγε. Τα λόγια της και η ματιά που τα συνόδευε ήταν απροσδόκητα. Ήταν σχεδόν σαν να πίστευε ή ήλπιζε ότι θα τη χρειαζόταν. Μια παράξενη, ίσως απίθανη ιδέα τού ήρθε καθώς προχώρησε προς την καρέκλα του. Θα μπορούσε μήπως, όλα αυτά τα χρόνια που εκείνος μόλις που πρόσεχε την παρουσία της, εκείνη, όπως λένε οι συγγραφείς, να διατηρούσε ένα πάθος γι’ αυτόν; Είδε το είδωλό του στον καθρέφτη καθώς περνούσε. Ήταν πάνω από πενήντα, μα δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι εξακολουθούσε να είναι όπως τον έδειχνε ο καθρέφτης, ένα άντρας με πολύ αριστοκρατική εμφάνιση.


«Καημένη δεσποινίς Σίσσυ Μίλλερ!» είπε μονολογώντας. Πόσο θα του άρεσε να μοιραζόταν αυτό το αστείο με τη γυναίκα του! Στράφηκε ενστικτωδώς στο ημερολόγιό της. «Ο Γκίλμπερτ», διάβασε ανοίγοντάς το στην τύχη, « Έδειχνε τόσο υπέροχος!...». Ήταν σαν να απαντούσε στην ερώτησή του. Μα φυσικά, έμοιαζε να λέει, είσαι πολύ ελκυστικός για τις γυναίκες. Και βέβαια, η Σίσσυ Μίλλερ, ένιωσε το ίδιο. Συνέχισε να διαβάζει: «Πόσο περήφανη νιώθω που είμαι γυναίκα του!». Κι εκείνος ένιωθε πάντα πολύ περήφανος που ήταν άντρας της. Πόσες φορές όταν δειπνούσαν κάπου έξω, την κοίταζε απέναντί του στο τραπέζι κι έλεγε στον εαυτό του, «είναι η πιο ωραία γυναίκα εδώ μέσα!». Συνέχισε να διαβάζει. Εκείνη η πρώτη χρονιά που ήταν υποψήφιος βουλευτής. Είχαν περιοδεύσει στην εκλογική του περιφέρεια. « Όταν ο Γκίλμπερτ κάθισε, το χειροκρότημα ήταν καταπληκτικό. Όλο το ακροατήριο σηκώθηκε και τραγούδησε»: «Ω, είναι σπουδαίος τύπος!2 », « Ήμουν κατασυγκινημένη». Αυτό το θυμόταν κι εκείνος. Εκείνη καθόταν δίπλα του στην εξέδρα. Μπορούσε ακόμα να δει τη ματιά που του έριξε, και πώς τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Κι έπειτα; Φυλλομέτρησε τις σελίδες. Είχαν πάει στη Βενετία. Έφερε στη μνήμη του τις χαρούμενες εκείνες διακοπές μετά τις εκλογές. «Φάγαμε παγωτά στο Φλώριανς». Εκείνος χαμογέλασε –εκείνη ήταν ακόμα τόσο παιδί· λάτρευε τα παγωτά. «Ο Γκίλμπερτ μού αφηγήθηκε με πολύ ενδιαφέρον την ιστορία της Βενετίας. Μου είπε ότι οι δόγηδες...». Τα είχε καταγράψει όλα με χέρι μαθήτριας. Μια από τις απολαύσεις του ταξιδιού με την Άντζελα ήταν ότι διψούσε τόσο για γνώση. Ήταν τρομερά ανίδεη, συνήθιζε να λέει η ίδια, σαν να μην ήταν κι αυτή μια από τις χάρες της. Κι έπειτα –εκείνος άνοιξε τον επόμενο τόμο –είχαν επιστρέψει στο Λονδίνο. « Ήθελα τόσο πολύ να κάνω καλή εντύπωση. Φόρεσα το φόρεμα του γάμου μου». Μπορούσε να τη δει τώρα να κάθεται δίπλα στον γέρο Σερ Έντουαρντ και να κατακτά αυτόν τον εκπληκτικό γέρο, τον αρχηγό του κόμματός μου. Συνέχισε να διαβάζει γρήγορα, συμπληρώνοντας τη μια σκήνη μετά την άλλη από διάφορα αποσπάσματα. «Δείπνο στη Βουλή των Κοινοτήτων σε ένα βραδινό πάρτυ στους Λόβκρουβς. Είχα συνειδητοποιήσει την ευθύνη μου ως σύζυγος του Γκίλμπερτ; Με ρώτησε η Λαίδη Λ.» Έπειτα, καθώς περνούσαν τα χρόνια –πήρε έναν ακόμα τόμο από το γραφείο–, ήταν όλο και περισσότερο απορροφημένος από τη δουλειά του. Κι εκείνη, βέβαια, ήταν όλο και πιο συχνά μόνη... Ξαφνικά εκείνη άρχισε να νιώθει μεγάλη θλίψη για το ότι δεν είχαν παιδιά. «Πόσο θα ήθελα», διάβασε στην αρχή μιας σελίδας, «να είχε ο Γκίλμπερτ ένα γιο!». Περίεργο βέβαια, αλλά ο ίδιος δεν είχε ποτέ μετανιώσει ιδιαίτερα γι’ αυτό. Η ζωή ήταν τόσο γεμάτη, τόσο πλούσια έτσι όπως ήταν. Εκείνη τη χρονιά του είχε δοθεί μια κατώτερη θέση στην κυβέρνηση. Μόνο μια κατώτερη θέση, μα το σχόλιο της ήταν: «Είμαι σίγουρη τώρα ότι θα γίνει πρωθυπουργός!». Αν λοιπόν τα πράγματα είχαν έρθει διαφορετικά, μπορεί να είχε συμβεί κι αυτό. Σταμάτησε εδώ για να φανταστεί τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Η πολιτική ήταν τζόγος, συλλογίστηκε μα το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Όχι στα πενήντα. Έριξε μια γρήγορη ματιά σε περισσότερες σελίδες γεμάτες με τις λεπτομέρειες, τις ασήμαντες, χαρούμενες, καθημερινές λεπτομέρειες που αποτελούσαν τη ζωή της.


Πήρε έναν άλλο τόμο και τον άνοιξε στην τύχη. «Πόσο δειλή είμαι! Άφησα την ευκαιρία πάλι ανεκμετάλλευτη. Μα μου φάνηκε εγωιστικό να τον απασχολήσω με τις δικές μου υποθέσεις, όταν μάλιστα έχει να σκεφτεί τόσα πολλά. Και τόσο σπάνια βρισκόμαστε ένα βράδυ μόνοι μας». Τι σήμαινε αυτό; Α, εδώ βρισκόταν η απάντηση –αναφερόταν στη δουλειά της στο Ηστ Εντ. «Πήρα κουράγιο και μίλησα επιτέλους στον Γκίλμπερτ. Ήταν τόσο ευγενικός, τόσο καλός. Δεν έφερε καμία αντίρρηση». Θυμόταν εκείνη τη συζήτηση. Του είχε πει πως ένιωθε τόσο αδρανής, τόσο άχρηστη. Επιθυμούσε να είχε μια δική της δουλειά. Ήθελε να κάνει κάτι –είχε κοκκινίσει τόσο χαριτωμένα, θυμόταν, καθώς το έλεγε, καθισμένη σ’ αυτή την ίδια καρέκλα– για να βοηθήσει τους άλλους. Την είχε πειράξει λίγο χαριτολογώντας. Δεν είχε να κάνει αρκετά, φροντίζοντας εκείνον και το σπίτι; Αν όμως αυτό τη διασκέδαζε, φυσικά εκείνος δεν είχε καμία αντίρρηση. Τι ήταν ακριβώς; Κάποια περιφέρεια; Κάποια επιτροπή; Θα ’πρεπε μόνο να του υποσχεθεί ότι δε θα αρρώσταινε. Έτσι φαινόταν ότι κάθε Τετάρτη πήγαινε στο Γουάιττσάπελ. Θυμόταν πόσο απεχθανόταν τα ρούχα που φορούσε σε τέτοιες περιστάσεις. Αλλά εκείνη το είχε πάρει πολύ στα σοβαρά, όπως φαινόταν. Το ημερολόγιο ήταν γεμάτο με αναφορές του τύπου: «Είδα την κυρία Τζόουνς... Έχει δέκα παιδιά... Ο άντρας της έχασε το χέρι του σε ατύχημα... Έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα για να βρω μια δουλειά στη Λίλυ». Παρέλειψε μερικές σελίδες. Το όνομα του αναφερόταν όλο και λιγότερο. Το ενδιαφέρον του ατόνησε. Κάποιες φράσεις στην αρχή των σελίδων δεν του έλεγαν τίποτα. Για παράδειγμα: «Είχα μια έντονη συζήτηση για το σοσιαλισμο με Β.Μ.». Ποιανού ήταν τα αρχικά Β.Μ.; Δεν μπορούσε να συμπληρώσει τα αρχικά του ονόματος· ίσως κάποια γυναίκα, υπέθεσε, που είχε γνωρίσει σε κάποια από τις επιτροπές στις οποίες ήταν μέλος. «Ο Β.Μ. έκανε μια σφοδρή επίθεση κατά της ανώτερης τάξης. Επιστρέψαμε με τον Β.Μ. μετά τη συνάντηση που είχα μαζί του και προσπάθησα να τον πείσω. Μα είναι τόσο στενόμυαλος». Επομένως, ο Β.Μ. ήταν άντρας –χωρίς αμφιβολία κανένας απ’ αυτούς τους «διανοούμενους», όπως αποκαλούν τους εαυτούς τους, που είναι τόσο επιθετικοί, όπως είπε η Άντζελα, και τόσο στενόμυαλοι. Τον είχε καλέσει προφανώς να έρθει να τη δει. «Ο Β.Μ. ήρθε για δείπνο. Έδωσε το χέρι του στη Μίνι!» Η σημείωση αυτού του θαυμαστικού άλλαξε την εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό του. Ο Β.Μ. δεν ήταν συνηθισμένος με υπηρέτριες. Έδωσε το χέρι του στη Μίνι. Συνεπώς, ήταν ένας από εκείνους τους σαχλούς εργαζόμενους άντρες που επιδεικνύουν τις απόψεις τους σε σαλόνια κυριών. Ο Γκίλμπερτ ήξερε αυτούς τους τύπους και δεν του άρεσαν καθόλου αυτού του είδους οι άνθρωποι, όποιος κι αν ήταν ο Β.Μ. Να τος πάλι παρακάτω. «Πήγα με το Β.Μ. στον Πύργο του Λονδίνου... Είπε πως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση». Κάτι τέτοιο θα έλεγε ο Β.Μ. –ο Γκίλμπερτ ήταν σαν να τον άκουγε. Και σαν να τον έβλεπε καθαρά– ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος μ’ ένα τραχύ γένι, κόκκινη γραβάτα, ντυμένος πάντα με κοστούμε τουίντ3 όπως όλοι οι όμοιοί του, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν κάνει ένα τίμιο μεροκάματο στη ζωή τους. Σίγουρα η Άντζελα είχε την εξυπνάδα να αντιληφθεί τον χαρακτήρα του; Συνέχισε να διαβάζει. «Ο Β.Μ. είπε κάποια δυσάρεστα πράγματα για τον...» Το όνομα ήταν προσεκτικά διαγραμμένο. «Του είπα ότι δε θα άκουγα καμιά άλλη προσβολή για τον...» Πάλι το όνομα ήταν σβησμένο. Θα μπορούσε να ήταν το δικό του όνομα; Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που η Άντζελα κάλυπτε τη σελίδα τόσο γρήγορα όταν εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο; Η σκέψη αυτή προστέθηκε στην αυξανόμενη αντιπάθειά του για τον Β.Μ. Είχε το θράσος να συζητά γι’ αυτόν σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο. Γιατί η Άντζελα δεν του το είπε ποτέ; Δε συνήθιζε να αποκρύπτει τίποτε· ήταν η προσωποποίηση της ειλικρίνειας. Γύρισε τις σελίδες, σταματώντας σε οποιαδήποτε αναφορά στον Β.Μ. «Ο Β.Μ. μου είπε την ιστορία της παιδικής του ηλικίας. Η μητέρα του ξενοδούλευε... Όταν το σκέφτομαι, μόλις που αντέχω να ζω σε τέτοια πολυτέλεια... Τρεις γκινέες4 για ένα καπέλο!» Μακάρι να είχε συζητήσει αυτό το ζήτημα μαζί του, αντί να ζαλίζει το κεφαλάκι της με ερωτήματα τόσο δύσκολα για να τα καταλάβει μόνη της. Της είχε δανείσει βιβλία. «Καρλ Μαρξ, Η επερχόμενη επανασταση». Τα αρχικά Β.Μ., Β.Μ., Β.Μ. επαναλαμβάνονταν συχνά. Αλλά γιατί ποτέ το πλήρες όνομα; Απουσίαζε κάθε τυπικότητα και υπήρχε μια αμεσότητα στη χρήση των αρχικών που δε θύμιζε την Άντζελα. Μήπως τον αποκαλούσε και προσωπικά Β.Μ.; Συνέχισε να διαβάζει. «Ο Β.Μ. ήρθε απροσδόκητα μετά το δείπνο. Ευτυχώς ήμουν μόνη». Αυτό συνέβη μόλις ένα χρόνο πριν. «Ευτυχώς» –γιατί ευτυχώς;– «ήμουν μόνη». Πού ήταν αυτός εκείνο το βράδυ; Κοίταξε την ημερομηνία στο βιβλίο των ραντεβού του. Ήταν το βράδυ του δείπνου στο Μέγαρο του Δημάρχου. Και ο Β.Μ. και η Άντζελα πέρασαν τη βραδιά μόνοι. Προσπάθησε να φέρει στη μνήμη του εκείνη τη βραδιά. Τον περίμενε ξύπνια όταν επέστρεψε; Το δωμάτιο έδειχνε όπως συνήθως; Υπήρχαν ποτήρια στο τραπέζι; Υπήρχαν καρέκλες τραβηγμένες δίπλα δίπλα; Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα – τίποτε απολύτως, τίποτα εκτός από τον λόγο του στο Μέγαρο του Δημάρχου. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο ανεξήγητη γι’ αυτόν· η γυναίκα του να δέχεται μόνη της έναν άγνωστο άντρα. Ίσως ο επόμενος τόμος να έδινε κάποιες εξηγήσεις. Βιαστικά έπιασε το τελευταίο ημερολόγιο – αυτό που άφησε ατελείωτο όταν πέθανε. Εκεί, στην πρώτη κιόλας σελίδα, βρισκόταν πάλι αυτός ο καταραμένος άντρας. «Δείπνησα μόνη με τον Β.Μ. ... Ήταν πολύ ταραγμένος. Είπε πως ήρθε η ώρα να καταλάβει ο ένας τον άλλο... Προσπάθησα να τον κάνω να ακούσει. Μα δεν ήθελε. Με απείλησε πως αν δεν....» Η υπόλοιπη σελίδα ήταν μουντζουρωμένη. Είχε γράψει «Αίγυπτος. Αίγυπτος. Αίγυπτος» σε όλη τη σελίδα. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα· μα εκεί μόνο μία ερμηνεία θα μπορούσε να δοθεί: ο παλιάνθρωπος της είχε ζητήσει να γίνει ερωμένη του. Μόνοι σ’ αυτό το δωμάτιο! Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Γκίλμπερντ Κλάντον. Φυλλομέτρησε γρήγορα τις σελίδες. Ποια ήταν η απάντησή της; Τα αρχικά σταμάτησαν να εμφανίζονται. Τώρα ήταν απλώς «αυτός». « Ήρθε πάλι αυτός. Του είπα πως δεν μπορούσα να πάρω καμιά απόφαση... Τον ικέτευσα να μ’ αφήσει». Της ρίχτηκε μέσα σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Μα γιατί δεν του το είπε; Πώς μπορεί να δίστασε έστω για μια στιγμή; Πιο κάτω: «Του έγραψα ένα γράμμα». Ύστερα οι σελίδες ήταν λευκές. Έπειτα ήταν γραμμένο αυτό: «Καμία απάντηση στο γράμμα μου». Ύστερα κι άλλες λευκές σελίδες και μετά αυτό: « Έκανε αυτό που απειλούσε πως θα κάνει». Ύστερα απ’ αυτό- τι έγινε ύστερα απ’ αυτό; Γύρισε αργά τις σελίδες. Όλες ήταν λευκές. Όμως εκεί, την ημέρα ακριβώς πριν από τον θάνατό της, η σελίδα ξεκινούσε έτσι: « Έχω το κουράγιο να το κάνω κι εγώ;». Αυτό ήταν το τέλος.


Ο Γκίλμπερτ Κλάντον άφησε το ημερολόγιο να γλιστρήσει στο πάτωμα. Την έβλεπε καθαρά μπροστά του. Στεκόταν στο ρείθρο5 του πεζοδρομίου στο Πικαντίλλυ. Τα μάτια της γουρλωμένα. Οι γροθιές της σφιγμένες. Τότε ήρθε το αυτοκίνητο...


Δεν μπορούσε να το αντέξει. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Έτρεξε στο τηλέφωνο.


«Δεσποινίς Μίλλερ!». Σιωπή. Έπειτα άκουσε κάποιον να κινείται στο δωμάτιο.


«Σίσσυ Μίλλερ, λέγετε παρακαλώ» –η φωνή της επιτέλους του απάντησε.


«Ποιος», φώναξε δυνατά, «είναι ο Β.Μ.;»


Άκουγε το φτηνό ρολόι να χτυπα πάνω στο γείσο6 του τζακιού της, έπειτα ένας παρατεταμένος αναστεναγμός. Ύστερα επιτέλους είπε:


« Ήταν ο αδελφός μου».


Ήταν ο αδερφός της· ο αδερφός της που είχε αυτοκτονήσει.


«Υπάρχει κάτι», άκουσε τη Σίσσυ Μίλλερ να ρωτά, «που μπορώ να σας εξηγήσω;»


«Τίποτα!», φώναξε. «Τϊποτα!»


Είχε παραλάβει την κληρονομιά του. Του είχε πει την αλήθεια. Είχε κατέβει από το πεζοδρόμιο για να ξανασμίξει με τον εραστή της. Είχε κατέβει από το πεζοδρόμιο για να γλιτώσει από αυτόν.


1 μπουντουάρ: μέρος του ιδιωτικού δωματίου μιας κυρίας.

2 «Ω, είναι σπουδαίος τύπος» (For he’s a jolly good fellow): τραγούδι που τραγουδιέται στις αγγλοσαξονικές χώρες, για να δοθούν συγχαρητήρια σε ένα πρόσωπο για ένα σημαντικό γεγονός.

3 τουίντ: χοντρό μάλλινο ύφασμα με ραβδώσεις.

4 γκινέες: παλιό βρετανικό νόμισμα.

5 ρείθρο: αυλάκι που σχηματίζεται στις άκρες και κατά μήκος ενός δρόμου και στην οποία συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής

6 γείσο: προεξοχή.


Διαβάζουμε το κείμενο μέχρι το σημείο “Δεν μπορούσε να το αντέξει. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια” και ζητάμε από τους μαθητές και τις μαθήτριες να προχωρήσουν σε εικασίες για το τέλος του διηγήματος.


Ενδεικτική Απάντηση

Παροτρύνουμε όλους και όλες να εκφραστούν ελεύθερα, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους το ίδιο το κείμενο και τα “σημάδια” που μπορεί να έχει δώσει στον αναγνώστη ως εκείνη τη στιγμή. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μουλλά ο Τσέχωφ έλεγε πως αν στην αρχή ενός διηγήματος κάποιος μιλάει για ένα καρφί στον τοίχο, στο τέλος ο ήρωας θα κρεμαστεί από το καρφί αυτό. Σε αυτό ζητάμε από την τάξη μας να δώσει προσοχή. Ενδεικτικά κάποια στοιχεία που πρέπει να προσεχθούν είναι: “το γεγονός ότι εκείνη είχε αφήσει τα πάντα στην εντέλεια”, “ Ήταν σαν να είχε προβλέψει το θάνατό της”, “ ήταν παράξενο που η Άντζελα άφησε τα πάντα σε τέτοια τάξη”, “ Είχε κι εκείνη την τραγωδία της –έναν αδελφό, στον οποίο ήταν αφοσιωμένη και ο οποίος είχε πεθάνει μόλις μία ή δύο εβδομάδες πριν από την Άντζελα”, “ Τα λόγια της και η ματιά που τα συνόδευε ήταν απροσδόκητα. Ήταν σχεδόν σαν να πίστευε ή ήλπιζε ότι θα τη χρειαζόταν”.


Αφού ολοκληρωθεί η παρουσίαση των προσδοκιών της τάξης, συζητηθούν οι κειμενικές ενδείξεις που οδήγησαν σε αυτές και διαβάσουμε και το τέλος του διηγήματος, ζητάμε να μας πουν ποιος νομίζουν ότι είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.


Ενδεικτική Απάντηση

Οι μαθητές κι εδώ ελεύθερα θα εκφράσουν τη θέση τους και θα την αιτιολογήσουν με κειμενικά στοιχεία. Ίσως θα ήταν χρήσιμο κάποια στιγμή να γίνει υπενθύμιση στην τάξη ότι πρωταγωνιστής είναι αυτός του οποίου οι αποφάσεις, η δράση και τα συναισθήματα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των άλλων προσώπων της αφήγησης. Ίσως έτσι βοηθηθούν ώστε να οδηγηθούν στη γυναίκα.


Μπορούμε να συνεχίσουμε βάζοντας τους μαθητές και τις μαθήτριές μας να φανταστούν ότι βρίσκονται μέσα στο σπίτι του Γκίλμπερτ Κλάντον και να αρχίσουν να διερευνούν τον χώρο (μπουντουάρ). Ο/η εκπαιδευτικός θέτει ερωτήσεις όπως “τι βλέπεις;”, “πού το βλέπεις;”, “ακούς κάτι;”, “πώς νιώθεις;”. Στόχος της δραστηριότητας είναι η ανασύνθεση του σκηνικού (χωροχρόνου) της αφήγησης και της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκεί λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο της ηρωίδας. Είναι μάλιστα δυνατό τα αντικείμενα που θα “δουν” τα παιδιά νοερά να “τοποθετηθούν” σε διάφορα σημεία της αίθουσας, ώστε στην επόμενη δραστηριότητα να επιλέξουν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους κάπου μέσα σε αυτό και ίσως να κληθούν να εξηγήσουν την επιλογή τους. (Τεχνική: Μύγα στον τοίχο)


Ενδεικτική Απάντηση

Ίσως η ύπαρξη μπουντουάρ οδηγήσει στο να περιγραφεί ένα σκηνικό που θυμίζει βρετανικό μεγαλοαστικό σπίτι. Έτσι εξάγονται συμπεράσματα για την κοινωνική και οικονομική θέση των πρωταγωνιστών. Αυτοί φαίνεται να ανήκουν σε υψηλή κοινωνική τάξη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το επάγγελμα του άντρα ή την ευχέρεια πραγματοποίησης ταξιδιών στο εξωτερικό ή την εθελοντική εργασία της γυναίκας. Η ατμόσφαιρα είναι ίσως βαριά λόγω του πένθους. Ο χώρος πάντα βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης με τα πρόσωπα που φιλοξενεί. Εκεί μέσα βρίσκεται και η φιλοδοξία του Γκίλμπερτ και η αφοσίωση της Άντζελα και η “προδοσία” και η επανάστασή της. Οι μαθητές και οι μαθήτριες αφήνονται ελεύθεροι/ες στην ανάπλαση του σκηνικού μέσα στο οποίο θα τοποθετήσουν τη δράση, αρκεί να μπορούν να στηριχθούν οι σκέψεις τους κειμενικά.


Στη συνέχεια προτρέπουμε τους/τις μαθητές/τριες να διαλέξουν τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της ηρωίδας, να τις τοποθετήσουν σε χρονολογική σειρά (έτσι όπως θα είχαν γίνει στην πραγματική ζωή) και να αναζητήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά της εκείνες τις ώρες. Στόχος της δραστηριότητας είναι η εμβάθυνση στον χαρακτήρα της γυναίκας και του άντρα και η κατανόηση των κινήτρων τους. Οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν να μπουν σε ρόλο. Είτε της ηρωίδας είτε του συζύγου της και με σύντομους μονολόγους να παρουσιάσουν τις στιγμές της ζωής της, ώστε να φανούν και οι δύο οπτικές γωνίες της αφήγησης (γυναίκας και άντρα), οι διαφοροποιήσεις τους και να καταφανεί το ευμετάβλητο των χαρακτήρων και της ίδιας της ζωής. Καλό θα ήταν και η παρουσίαση των στιγμών μέσα από τους μονολόγους των μαθητών/τριών να γίνει όπως έγιναν στην ιστορία κι όχι όπως δίνονται στην αφήγηση. Αν πράγματι η πρώτη αφηγηματική στιγμή παρουσιαστεί τελευταία, θα ήταν καλό να δοθεί μέσα από την οπτική γωνία της γυναίκας. Οι μαθητές και οι μαθήτριες τότε θα προσεγγίσουν βιωματικά και την αφηγηματική τεχνική της αναδρομής. Αν επιλεγεί από την τάξη να δοθεί μέσα από τη ματιά του συζύγου, τότε θα ήταν καλύτερο να παρουσιαστεί στην αρχή, ώστε να διαφανεί το στοιχείο της απορίας. Μέσα από την παραπάνω δραστηριότητα, όπως γίνεται αντιληπτό, μελετώνται και οι αφηγηματικοί δείκτες του χρόνου της ιστορίας και της αφήγησης και της οπτικής γωνίας. (τεχνική: μια μέρα στη ζωή του ήρωα)


Ενδεικτική Απάντηση

Οι στιγμές αυτές μπορεί να είναι:

α) Οι τελευταίες στιγμές της ηρωίδας, η τακτοποίηση των δώρων προς τους δικούς της ανθρώπους, η έξοδος και η πτώση στις ρόδες του διερχόμενου αυτοκινήτου. Μέσα από την οπτική γωνία της ηρωίδας θα φανεί η εκούσια επιλογή του θανάτου και ο ψύχραιμος προγραμματισμός του. Μέσα από την οπτική του άντρα είναι φυσικό να αξιοποιηθούν τα δύο “παράξενα” (Όμως πόσο παράξενο ήταν, σκέφτηκε για άλλη μια φορά ο Γκίλμπερτ Κλάντον, το γεγονός ότι εκείνη είχε αφήσει τα πάντα στην εντέλεια / ήταν παράξενο που η Άντζελα άφησε τα πάντα σε τέτοια τάξη).

β) Μια στιγμή μικροκαβγά εξαιτίας του ημερολογίου. Από την πλευρά της γυναίκας ίσως φανεί η ανάγκη της για ιδιωτικότητα και αυθυπαρξία. Από την πλευρά του άντρα ίσως η συγκεκαλυμμένη του ανάγκη για έλεγχο και προσδιορισμό της ζωής της.

γ) Η γνωστοποίηση του χαμού του αδερφού της Σίσσυ από την Άντζελα στον σύζυγό της. Σε ένα μονόλογο της Άντζελα θα μπορούσε να φανεί το έντονο ενδιαφέρον της για το γεγονός και η αναστάτωσή της, πράγμα που ο σύζυγος είχε ερμηνεύσει ως “ταλέντο της συμπόνιας”. Σε ένα μονόλογο του άντρα θα ήταν δυνατό να παρουσιαστεί η μάλλον αδιάφορη στάση του στο άκουσμα της είδησης.

δ) Μια στιγμή σε ένα εστιατόριο. Και οι δύο να θαυμάζουν την εξωτερική εικόνα ο ένας του άλλου.

ε) Η σκηνή της ομιλίας του άντρα, όταν ήταν για πρώτη φορά υποψήφιος. Και στους δύο μονολόγους θα φανεί ο έρωτας μεταξύ τους και ο αλληλοθαυμασμός τους.

στ) Το ταξίδι στη Βενετία. Ο Γκίλμπερτ παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο ως μέντορας της Άντζελα. Του αρέσει η παιδικότητά της, ακόμα και η άγνοιά της. Θα μπορούσε άραγε αυτό να του δίνει μια μη συνειδητή αίσθηση υπεροχής; Εκείνη τον θαυμάζει πάντα. Παραδέχεται την κατωτερότητά της και ρουφά τη γνώση που της παρέχει.

ζ) Η γνωριμία με τον αρχηγό του κόμματος. Η ανάγκη της γυναίκας να δώσει την καλύτερη εντύπωση είναι ένδειξη και της αφοσίωσής της στον σύζυγό της και της πρόταξης της δικής του ζωής και της βίωσης της ζωής από την ίδια μέσα από την καριέρα και την ανέλιξη αυτού.

η) Το δείπνο στη Βουλή των Κοινοτήτων. Η επιθυμία να φαίνεται μια αντάξια σύζυγος του επιτυχημένου πολιτικού έχει μετατραπεί σε συνειδητοποίηση ευθύνης.

θ) Η επιθυμία ενός παιδιού. Εκείνη θα ήθελε ένα παιδί για αυτόν, όχι για την ίδια. Αυτός, απορροφημένος στην πολιτική του καριέρα, είναι αδιάφορος για το θέμα.

ι) Η ανία και η μοναξιά, καθώς και η ανακοίνωση της επιθυμίας της να εργαστεί, να προσφέρει κοινωνικά. Η γυναίκα έχει ανάγκη να αποκτήσει και δική της ζωή, να πάψει να είναι μόνο σύζυγος ενός σημαντικού άντρα. Ο άντρας από την άλλη φαίνεται να θεωρεί αυτό αρκετό για να είναι ευτυχισμένη.

κ) Η γνωριμία με τον Β.Μ. και τον σοσιαλισμό. Η κοινωνική της δράση. Ο περιορισμός της παρουσίας του άντρα στο ημερολόγιο. Το σβησμένο όνομά του. Η Άντζελα γνωρίζει έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο της εργασίας, και μια άλλη ιδεολογία. Απομακρύνεται σιγά σιγά από τον Γκίλμερτ.

λ) Η συνάντηση με τον Β.Μ. στο σπίτι της. Θα είχε ενδιαφέρον η στιγμή να δοθεί από την πλευρά του άντρα, ώστε να φανούν οι αιτίες για τις οποίες ποτέ ο ίδιος δεν είδε τα σημάδια της απομάκρυνσης της γυναίκας του. “Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα – τίποτε απολύτως, τίποτα εκτός από τον λόγο του στο Μέγαρο του Δημάρχου”, λέει χαρακτηριστικά.


* Καλό θα ήταν το γ να παρουσιαστεί προτελευταίο και το α τελευταίο.


« Έκανε αυτό που απειλούσε πως θα κάνει». Ύστερα απ’ αυτό- τι έγινε ύστερα απ’ αυτό; Γύρισε αργά τις σελίδες. Όλες ήταν λευκές. Όμως εκεί, την ημέρα ακριβώς πριν από τον θάνατό της, η σελίδα ξεκινούσε έτσι: « Έχω το κουράγιο να το κάνω κι εγώ;». Αυτό ήταν το τέλος” Υποθέτουμε ότι η ηρωίδα δεν άφησε λευκές σελίδες. Μπαίνοντας στη θέση της οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν να συμπληρώσουν τις σελίδες του ημερολογίου μέχρι την τελευταία του αράδα. (Δραστηριότητα δημιουργικής γραφής)


Ενδεικτική Απάντηση

Αναμένουμε ίσως να ακούσουμε, εκτός από τον έρωτα για τον Β.Μ., και την ανάγκη της για αυθυπαρξία και αυτονόμηση. Ότι η σχέση αυτή ήταν για εκείνη μια αναγνώριση της ισότιμης θέσης της ως γυναίκας και της άρνησης του ρόλου του στολιδιού του άντρα. Ότι για πρώτη φορά ζούσε για τον εαυτό της, ότι η κοινωνική δράση είχε δώσει πραγματικό νόημα στη ζωή της. Ότι δεν αρκεί η αγάπη για να επιβιώσει μια σχέση, χρειάζεται και ισοτιμία και αυτονομία. Ίσως ακούσουμε αυτό που πίστευε η ίδια η Γουλφ “ότι οι γυναίκες λειτουργούν σαν ένας «καθρέφτης» για τους άνδρες τους, και μάλιστα παραμορφωτικός καθρέφτης, στον οποίο ο άνδρας καθρεφτίζεται «υπερμεγέθης» και σπουδαιότερος από όσο είναι στην πραγματικότητα”*, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, για να φέρει την ευτυχία. *https://eclass.uth.gr/modules/document/file.php/ECE_U_201/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82/3.%20%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%BC%CE%BF%CE%AF%20%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD%20%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CF%86%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82%20%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82%20%CE%99%CE%99.pdf


Αφού δώσουμε λίγο χρόνο στους/στις μαθητές/τριες να ξαναδούν το τελευταίο μέρος του κειμένου “Έτρεξε στο τηλέφωνο… Είχε κατέβει από το πεζοδρόμιο για να γλιτώσει από αυτόν”, υποθέτουμε ότι ο Γκίλμπερτ πηγαίνει σε ένα ψυχολόγο. Ένας/μια μαθητής/τρια αναλαμβάνει τον ρόλο του ήρωα και η τάξη τα πολλαπλά πρόσωπα του ψυχολόγου. Όλοι/ες του απευθύνουν ερωτήσεις οι οποίες στοχεύουν να αποκαλύψουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις του (τεχνική: καυτή καρέκλα)


Ενδεικτική Απάντηση

Οι μαθητές και οι μαθήτριες θα πρέπει ίσως να προσέξουν την επανάληψη του ρήματος “φώναξε”, ενισχυμένο μάλιστα τη δεύτερη φορά με το επίρρημα “δυνατά”, κάτι που ίσως δείχνει την αδυναμία του να αποδεχτεί την κληρονομιά του, ίσως και τον θυμό του. Ίσως φανεί ότι, ενώ φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη σύζυγό του και τη θαύμαζε, ήταν όμως εγκλωβισμένος κι αυτός στην παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη του διακοσμητικού ρόλου της γυναίκας.


Ερμηνευτικό σχόλιο


Θέμα του διηγήματος είναι η ανάγκη της ισότιμης αντιμετώπισης της γυναίκας και της ενεργού συμμετοχής αυτής στις κοινωνικές διεργασίες και για τη δική της ψυχική και πνευματική ισορροπία και για τη σχέση της με το άλλο φύλο. Η Βιρτζίνια Γουλφ πραγματεύεται το θέμα αυτό μέσα από μια ερωτική ιστορία δύο μεγαλοαστών της βρετανικής άρχουσας τάξης. Ο Γκίλμπερτ Κλάντον, ένας ανερχόμενος πολιτικός, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, Άντζελα, λόγω ενός δυστυχήματος, κληρονομεί το ημερολόγιό της. Μέσα στον χώρο του μπουντουάρ της ξεφυλλίζοντάς το μαθαίνει ότι αυτή αυτοκτόνησε μετά την αυτοκτονία του εραστή της, ενός πολιτικοποιημένου σοσιαλιστή προλετάριου. Η αφήγηση ξεκινά έξι εβδομάδες μετά το τραγικό γεγονός και αναδρομικά μας δίνει την πορεία ενός ευτυχισμένου αρχικά γάμου, ο οποίος όμως καταλήγει στην ανία και στην προδοσία, ενώ μέσα από τη διττή οπτική γωνία, του άντρα και της γυναίκας, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των αναμνήσεων του ημερολογίου, βλέπουμε τα αίτια της φθοράς. Οι αιτίες βρίσκονται στην αφύπνιση της γυναίκας, στη συνειδητοποίηση της ανάγκης της για ενεργό συμμετοχή στις κοινωνικές διεργασίες και στην επιθυμία της να πάψει να αποτελεί το στολίδι του άντρα της και τον καθρέφτη της δικής του προόδου και επιτυχίας, γεγονός που ο μεγαλωμένος μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία σύζυγος, παρόλη την ευγένεια και την αγάπη του, φαίνεται δύσκολο να αποδεχτεί, όπως φαίνεται από τη δύναμη της φωνής του στο τηλεφώνημα με το οποίο η γραμματέας της συζύγου του γνωστοποιεί την ταυτότητα του εραστή. Η Γουλφ, εκπρόσωπος της φεμινιστικής γραφής, θίγει το θέμα της ισότιμης θέσης της γυναίκας, κάτι που σχεδόν έναν αιώνα μετά φαίνεται να απασχολεί σοβαρά και τις σύγχρονες κοινωνίες, αφού οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα παραμένουν ζωντανά.


Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

                     Κείμενο 1 Άρθρο του Βασίλη Σπυριδωνίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Γιατί στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με τα πλαίσι...