Ο ερμηνευτικός διάλογος και το ερμηνευτικό σχόλιο με τη βοήθεια των διδακτικών τεχνικών του Θεάτρου και των εικαστικών τεχνών – Μια πρόταση διδασκαλίας: Δεν είναι καινούργιο…

 


Ο ερμηνευτικός διάλογος και το ερμηνευτικό σχόλιο με τη βοήθεια των διδακτικών τεχνικών του Θεάτρου και των εικαστικών τεχνών – Μια πρόταση διδασκαλίας: Δεν είναι καινούργιο…  

Βασιλική Σταμάτη, Φιλόλογος

Με νύχια και με δόντια του Κώστα Ν. Τριανταφύλλη (απόσπασμα)

Δε βλέπω τίποτε, είπε μπαίνοντας ξανά. Που λέτε, συνέχισε, το 1914 ο πατέρας μου έφυγε για την Αμερική κι έκανε να φτάσει εκεί τρεισήμισι μήνες. Όταν έπιασε δουλειά, μας έστελνε τα χρήματα που ‘βγαζε και περνάγαμε καλά. Το 1918 όμως έπεσε μεγάλη γρίπη. Η μάνα μου αρρώστησε και πέθανε, και μείναμε τρία παιδιά μοναχά. Οι χωριανοί δεν ερχόντουσαν στο σπίτι γιατί η γρίπη ήταν κολλητική και θανατηφόρα. Μας έφερνε λίγο φαγητό η θεια μου η Αγόρω. Μετά από λίγες μέρες αρρώστησε κι η αδερφή μου η Αλεξάνδρα και πέθανε κι αυτή. Τώρα, μετά το θάνατο και της αδερφής μου, είναι που δε ζύγωνε στο σπίτι κανείς. Ήρθανε μόνο καμιά δεκαριά άτομα στην κηδεία. Έτσι, έμεινα εγώ κι ο Γιώργος.

Η θεία η Αγόρω μας άφηνε το φαγητό απ’ έξω και μας έδινε συμβουλές από μακριά. Δυο παιδιά μόνα μας… Κλαίγαμε, οι μακάβριες εικόνες του θανάτου της μάνας και της αδερφής δε φεύγανε από το μυαλό μας. Σφιχταγκαλιαζόμασταν και πέφταμε να κοιμηθούμε. Μου ‘λεγε ο Γιώργος: «Μην πεθάνεις κι εσύ, Νίκο. Τι θ’ απογίνω μόνος μου;»

Δεν άργησε όμως ν’ αρρωστήσει κι αυτός, κι ένα πρωί που ξύπνησα τον βρήκα στην αγκαλιά μου νεκρό. Σηκώθηκα, άνοιξα το παράθυρο και φώναξα: «Πέθανε ο Γιώργος, ο Γιώργος… Χωριανοί, πέθανε το παιδί. Φωνάξτε τον παπά!»

Απάντηση δεν έπαιρνα από πουθενά, ακόμη κι απ’ τα πιο κοντινά σπίτια. Κατάλαβα τότε πως όσο κι αν φώναζα δε θα ‘ρχονταν κανείς. Πήγα στη θεια μου την Αγόρω, της χτύπησα την πόρτα, εκείνη την άνοιξε λίγο και της είπα τι ‘χε συμβεί.

«Αααχ, παιδάκι μου, έμεινες μόνο σου», μου ‘πε. «Θεια», της λέω, «δε μ’ ανοίγει κανένας. Πες στον μπάρμπα να κανονίσει για την κηδεία. Εγώ πάω να βαρέσω την καμπάνα και να το πω και στον παπά». «Έτσι κάμε», μου λέει.

Πήγα βάρεσα την καμπάνα, πέρασα κι απ’ του παπά το σπίτι. Έλειπε, ήταν με τα γίδια, το ‘πα στην παπαδιά και πήρα το δρόμο για το σπίτι.

Όταν πεθάνει η μάνα σου κι η αδελφούλα σου, έχεις εξοικειωθεί με το θάνατο. Όταν πεθάνουν όμως όλοι μέσα στο σπίτι και μείνεις μόνος σου δώδεκα ετών παιδί είναι άλλο πράμα.

Ήρθα λοιπόν στο σπίτι, έκατσα απ’ έξω, εκειδά στο πεζούλι, φοβόμουν να μπω μέσα, περίμενα να ‘ρθει κάποιος χωριανός για να μου κάνει παρέα, να μου πει μια κουβέντα, μα τίποτα.

Βράδιασε και δεν ήρθε ούτε η θεία Αγόρω, είχα ξυλιάσει έξω. Πήρα την απόφαση και μπήκα μες στο σπίτι. Δεν πήγα καθόλου προς τη σάλα, που ‘τανε ο Γιώργος. Ήρθα εδώ, στο τζάκι, είχε λίγο ψωμί απ’ την προηγούμενη ημέρα, έφαγα μια δυο μπουκιές, κουκουλώθηκα κι έκατσα στον κώλο μου κειδά! Το τζάκι ήταν σβηστό, δεν είχα κουράγιο να τ’ ανάψω.

Καταλάβαινα πια ότι ήμουν τελείως μόνος. Οι χωριανοί φοβόντουσαν να ζυγώσουν, δεν είχαν βέβαια άδικο, αλλά κι εγώ μόνος μου; Ούτε η θεια μου, ούτε ο παπάς; Χειρότερη νύχτα στη ζωή μου δεν έχω περάσει. Ούτε το σκυλί του εχθρού σας να μην περάσει τέτοιες ώρες. Ώσπου να φέξει, είδα κι έπαθα. Αλλά κι όταν έφεξε, φοβόμουν να ξεκουκουλωθώ. Όμως έπρεπε κάτι να γίνει, έπρεπε να πάρω μια απόφαση.

Πετάω το χεράμι που ‘μουν κουκουλωμένος, κατεβαίνω στο κατώι, παίρνω το τσαπί και το φτυάρι και πηγαίνω στην άκρη απ’ τη λακούλα που ‘ναι η συκιά. Άνοιξα έναν τάφο, όχι βαθύ, δεν είχα κουράγιο.

Γυρίζω στο σπίτι, ανοίγω τη σάλα, κοιτάζω το Γιώργο και με πιάνουν τα κλάματα. Πέφτω δίπλα του, ήταν κοκαλιασμένος. Φοβήθηκα και ξανασηκώθηκα. Έπρεπε να δώσω ό,τι δυνάμεις μου είχαν απομείνει για να μην αφήσω το παιδί άθαφτο και το φάνε οι γάτες. Παραμεράω το σκέπασμα, πιάνω τον αδερφό μου απ’ τα πόδια. Ακούμπαγε, όμως, το κεφάλι του κάτω. Τον πιάνω μετά απ’ τα χέρια και σιγά σιγά, θα ‘κανα μισή ώρα, τον έσυρα στον τάφο, τον έριξα μέσα και τον κοίταξα για τελευταία φορά. Ήταν κοτζάμ παιδί! Οκτώ ετών. Τον σκέπασα με το χώμα κι έφυγα.

Δεν ξέρω πόση ώρα έκανα να έρθω από τη συκιά εδώ, δεν έβλεπα απ’ τα κλάματα μπροστά μου. Μπήκα μέσα, ξανακουκουλώθηκα με το χεράμι και κάποια φορά αποκοιμήθηκα.

Όταν ξύπνησα, ήταν νύχτα, ήμουν τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Λέω στον εαυτό μου: Νίκο, μέτρα τις ώρες σου τώρα.

Το μεσημέρι άφησε απ’ έξω λίγο φαγητό ο ξάδερφός μου ο Λαμπράκης, κι όταν απομακρύνθηκε, φώναξε: «Νίκοοοο, σ’ άφησα φαΐ!»

Πήγα σιγά σιγά, το πήρα, έφαγα κάτι και ξανακουκουλώθηκα.

Το βράδυ, μόλις σουρούπωσε, εμφανίστηκε ο μπάρμπας μου ο Λαμπροκώστας, ο άνδρας της θειας μου της Αγόρως. «Νίκοοοο», φώναξε, «πάρε κανένα χεράμι κι έλα στο σπίτι. Έλα, σε καρτερώ».

Τι να ‘κανα; Σηκώθηκα, πήρα το χεράμι που ‘μουν κουκουλωμένος και ξεκίνησα. Ώσπου να κάνω ένα βήμα, αυτός εξαφανίστηκε.

Όταν έφτασα στο σπίτι κι άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα, βγαίνει έξω και μου λέει: «Μην ανεβαίνεις επάνω. Μπες μες στο κατώι. Θα κοιμηθείς εκεί μερικές μέρες, για να μην κολλήσουν και τα δικά μου».

Στο κατώι ήταν το γαϊδούρι κι η γελάδα του μπάρμπα μου. Μπήκα μέσα. Καλά ήταν, είχε ζεστασιά. Βρήκα ένα χώρο κενό και λούφαξα. «Θεια, τι να στρώσω κάτω; Φώναξα στη θεια Αγόρω. «Βάλε λίγα αχεράκια, Νίκο μου, κι αύριο θα σου δώσω τσόλι».

Εκεί, στο κατώι, κοιμόμουνα, εκεί έτρωγα για δεκατέσσερα μερόνυχτα, ώσπου το ‘μαθε ο μπάρμπας μου ο Λιαποκώστας απ’ την Αγία Βλαχέρνα κι ήρθε και με πήρε.

Την ώρα που φεύγαμε, λέει ο μπάρμπας ο Λαμπροκώστας: «Νίκο, θα σου πω κι ένα δυσάρεστο. Προ ημερών έλαβα ένα  γράμμα απ’ την Αμερική που λέει ότι ο πατέρας σου πέθανε». «Τι λες, ρε μπάρμπα; Δηλαδή τώρα εγώ είμαι μόνος σ’ αυτό τον κόσμο;» Καταλαβαίνετε τώρα πώς αισθανόμουν.

Σιγά σιγά φτάσαμε στην Αγία Βλαχέρνα. Εκεί με μεταχειρίστηκαν πολύ καλά. Μου δίναμε κι έτρωγα, έκανα παρέα με τα ξαδέρφια μου, πηγαίναμε για τα γίδια, έπαιρνα τ’ όπλο του μπάρμπα μου και έριχνα καμιά. Δε με μάλωνε, να μη με πιάνει το παράπονο που ‘μουνα ορφανό.

Αφού κάθισα τρεισήμισι χρόνια, μια μέρα, δεν ξέρω πώς, μου ‘ρθε και τους λέω ότι θα πάω υπηρέτης στ’ Αγρίνιο.

1ο Βήμα

Δείχνουμε τον τίτλο του αποσπάσματος και ρωτάμε τους μαθητές/τριες: όταν ακούτε τη φράση «με νύχια και με δόντια» τι σάς έρχεται στο νου;

Ενδεικτική απάντηση: Η φράση γενικά παραπέμπει στην πολύ μεγάλη προσπάθεια, στον αγώνα κατά τη διάρκεια μιας πολύ δύσκολης στιγμής, στη γενναία αντιμετώπιση οριακών καταστάσεων.

Διαβάζουμε το απόσπασμα και ρωτάμε: Βρίσκετε να επιβεβαιώνεται ο τίτλος του βιβλίου μέσα στο απόσπασμα;

Ενδεικτική απάντηση: Ίσως οι απαντήσεις των μαθητών να κινηθούν γύρω από τον αγώνα του κεντρικού χαρακτήρα να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες που έφερε στη ζωή του η πανδημία.

Μπορεί κάποιος να αφηγηθεί με λίγα λόγια την ιστορία που μόλις διαβάσαμε;

Ενδεικτική απάντηση: Μια πολυμελής οικογένεια ζει ευτυχισμένα σε ένα χωριό, ενώ ο πατέρας έχει ξενιτευτεί στην Αμερική. Τα πάντα αλλάζουν, όταν ξεσπά η πανδημία της γρίπης, καθώς από όλη την οικογένεια επιβιώνει μόνο ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Το αγόρι αυτό αναγκάζεται να θάψει μόνο του τον μικρό του αδερφό, ενώ όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού κρατιούνται μακριά από φόβο. Τελικά, βρίσκει καταφύγιο κοντά σε κάποιους συγγενείς.

Θα μπορούσε κάποιος/α να προσθέσει κάτι που θεωρεί σημαντικό να ειπωθεί ή κάτι που το κατάλαβε διαφορετικά;

Οι μαθητές και οι μαθήτριες ενθαρρύνονται να εκφραστούν ελεύθερα.

Μπορούμε να καταγράψουμε τα πρόσωπα της αφήγησης;

Ενδεικτική απάντηση: Ο πατέρας (ξενιτεμένος στην Αμερική / πεθαίνει εκεί), η μητέρα, η κόρη Αλεξάνδρα, τα αγόρια Νίκος και Γιώργος (από όλους επιβιώνει του ιού μόνο ο Νίκος), η θεια Αγόρω και ο άντρας της Λαμπροκώστας (οι πρώτοι που δείχνουν ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για το παιδί), ο παπάς και η παπαδιά, ο Λαμπράκης ο ξάδερφος, ο μπάρμπας ο Λιαποκώστας (αναλαμβάνει την κηδεμονία του παιδιού).

Μπορούμε μέσα από την παρατήρηση των προσώπων να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για τη δομή της κοινωνίας;

Ενδεικτική απάντηση: Μπορεί να συζητηθεί το θέμα της μετανάστευσης των αντρών της οικογένειας, ώστε να θρέψουν τα μέλη που μένουν πίσω, και της γυναίκας που στη συνέχεια αναλαμβάνει αποκλειστικά το μεγάλωμα των παιδιών, τα χαρακτηριστικά των αγροτικών κοινωνιών (ακόμα και ο παπάς ασχολείται με την κτηνοτροφία), τη μεγάλη θνησιμότητα, την εξοικείωση με το θάνατο από την παιδική ηλικία, τους στενούς συγγενικούς δεσμούς, τη θέση της θρησκείας.

Θα μπορούσατε να περιγράψετε το σκηνικό (χρόνο και χώρο) μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα;

Ενδεικτική απάντηση: Ο χρόνος δίνεται καθαρά από την αφήγηση. Πρόκειται για το έτος 1918, τη χρονιά που η ισπανική γρίπη σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους. Ο χώρος είναι ένα ορεινό χωριό. Οι μαθητές και οι μαθήτριες ίσως, παραθέτοντας τους διάφορους χώρους δράσης των προσώπων, να εστιάσουν στη διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Στους εσωτερικούς χώρους μπορούν να τοποθετηθούν το σπίτι, η σάλα, ο χώρος κοντά στο τζακι, το κατώι της θειας. Στους εξωτερικούς ανήκουν ο χώρος κοντά στη συκιά, οι δρόμοι του χωριού που τρέχει το παιδί για να ενημερώσει για το θάνατο του αδερφού του και να χτυπήσει την καμπάνα, το σπίτι του παπά, το πεζούλι έξω απ’ το σπίτι του, τα βοσκοτόπια που έβοσκε τα γίδια του μπάρμπα του ο ήρωας ή γύριζε ως «εκπαιδευόμενος» κυνηγός.

Μπορείτε να τον κάνετε εικόνα αυτόν τον χώρο ή κάποιους από αυτούς με τη φαντασία σας και να τον/τους αποδώσετε σε μια ζωγραφιά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιστορία γίνεται 100 χρόνια πριν;

Οι μαθητές/τριες αφήνονται ελεύθεροι/ες να δημιουργήσουν με όποια υλικά θέλουν ή έχουν στη διάθεσή τους και με όποια μέσα, ακόμα και ψηφιακά προγράμματα ζωγραφικής, αν υπάρχει η δυνατότητα.

Με την παρουσίαση των δημιουργιών των παιδιών μπορεί να γίνει συζήτηση για το πώς αποδόθηκε ο χωροχρόνος της αφήγησης, αλλά και ο συναισθηματικός κόσμος των προσώπων με εστίαση στον κεντρικό χαρακτήρα.

Ενδεικτική απάντηση: Θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί ο φόβος και η απόγνωση με κάποιους εσωτερικούς χώρους, όπως η σάλα και το τζάκι, η διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με το τρέξιμο στο καμπαναριό ή στο σπίτι του παπά, η παρηγοριά με το κατώι της θειας Αγόρως, η ελπίδα με τα βοσκοτόπια του μπάρμπα Λιαποκώστα και ό,τι άλλο σκεφτεί η τάξη.

Στο τέλος αυτού του βήματος μπορούμε να δούμε μέσα στην τάξη ένα μικρό αφιέρωμα στην ισπανική γρίπη και να το συζητήσουμε, περισσότερο ίσως τη σύνδεσή της με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την μικρασιατική εκστρατεία.

https://www.youtube.com/watch?v=bR1FDMMh8B0

2ο Βήμα

Ποια σκηνή/εικόνα/γεγονός/δράση σας προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γιατί;

Οι μαθητές και οι μαθήτριες ενθαρρύνονται να εκφραστούν ελεύθερα.

Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το θέμα του κειμένου;

Ενδεικτική απάντηση: Ο φόβος του θανάτου σε καταστάσεις πανδημίας και η επίδρασή του στην ανθρώπινη κοινωνικότητα και αλληλεγγύη.

Ποια άλλα θέματα ή ερωτήματα προκύπτουν, κατά τη γνώμη σας, από το κείμενο;

Ενδεικτική απάντηση

Η αντιμετώπιση του θανάτου

Η ορφάνια

Ο αγώνας απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις

Η ανάγκη της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης

Η δύναμη του ανθρώπου

3ο Βήμα

Ποια η στάση του ήρωα απέναντι στο θάνατο;

Ενδεικτική απάντηση: Ο ήρωας αντιμετωπίζει με στωικότητα το θάνατο. Αποδέχεται το αναπότρεπτο αυτού. Αν λάβει κανείς υπόψη την ηλικία του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιδεικνύει γενναιότητα και θάρρος. Υπάρχουν, βέβαια, και στιγμές που φοβάται, λυγίζει, που νιώθει αδύναμος και μόνος.

Σε ποια στοιχεία του κειμένου στηρίζετε τις παραπάνω διαπιστώσεις;

Ενδεικτική απάντηση: Στη λιτότητα του λόγου, όταν μιλά για το θάνατο της μητέρας και της αδερφής (Η μάνα μου αρρώστησε και πέθανε […] Μετά από λίγες μέρες αρρώστησε κι η αδερφή μου η Αλεξάνδρα και πέθανε κι αυτή)/ στο χαρακτηρισμό των εικόνων του θανάτου της μητέρας και της αδερφής ως μακάβριων / στον ευθύ λόγο (Πέθανε ο Γιώργος, ο Γιώργος… Χωριανοί, πέθανε το παιδί. Φωνάξτε τον παπά!) / στη λεπτομερή περιγραφή της ταφής του Γιώργου

Ποια η συναισθηματική/ψυχική κατάσταση του ήρωα, όταν έχασε και τον μικρότερο του αδερφό κι όταν έμαθε ότι είχε φύγει από τη ζωή και ο πατέρας του; Εδώ μπορεί να αξιοποιηθεί η διδακτική τεχνική του θεάτρου «ρόλος στον τοίχο». Μπορούμε να σχεδιάσουμε το περίγραμμα του ήρωα στον πίνακα και οι μαθητές/τριες να προσθέτουν στο εσωτερικό του περιγράμματος όσα η ίδια η αφήγηση δίνει ως πληροφορίες και στο εξωτερικό όσα εικάζουν ότι νιώθει και σκέφτεται ο χαρακτήρας.

Ενδεικτική απάντηση: «Πέθανε ο Γιώργος, ο Γιώργος… Χωριανοί, πέθανε το παιδί. Φωνάξτε τον παπά!» à φωνάζοντας ζητά βοήθεια, ζητά τη συνδρομή του θεού μέσω του παπά, η χρήση της λέξης «παιδί» από ένα παιδί δείχνει τρυφερότητα κι αίσθημα ευθύνης για τον μικρό του αδερφό / «Αααχ, παιδάκι μου, έμεινες μόνο σου» à τα τρία α στο αχ της θειας δείχνουν το μέγεθος της ερημιάς του / φοβόμουν να μπω μέσα, περίμενα να ‘ρθει κάποιος χωριανός για να μου κάνει παρέα, να μου πει μια κουβέντα, μα τίποτα à ρητή δήλωση του φόβου που απέπνεε ο άδειος από ζωντανούς εσωτερικός χώρος του σπιτιού και προβολή της ανάγκης της επικοινωνίας / «αλλά κι εγώ μόνος μου;» à αφόρητη η μοναξιά και η εγκατάλειψη, η ερώτηση χωρίς απάντηση δείχνει όλη την τραγικότητα της στιγμής / «Ούτε το σκυλί του εχθρού σας να μην περάσει τέτοιες ώρες» à η απευχή δίνει εμφαντικά τις δραματικές ώρες που έζησε το δωδεκάχρονο παιδί / «Τι λες, ρε μπάρμπα; Δηλαδή τώρα εγώ είμαι μόνος σ’ αυτό τον κόσμο;» à Με δυο ερωτήσεις δίνεται η σκληρή συνειδητοποίηση της ορφάνιας

Ποια η στάση των συγχωριανών απέναντι στην οικογένεια του ήρωα και στον ίδιο, όταν απέμεινε ολομόναχος;

Ενδεικτική απάντηση: Οι συγχωριανοί μένουν μακριά από το δράμα της οικογένειας από τον φόβο της μεταδοτικής ασθένειας. Χαρακτηριστικό ότι στον θάνατο του μικρότερου παιδιού δεν εμφανίστηκε κανείς για να βοηθήσει τον δωδεκάχρονο ήρωα. Ούτε καν ο παπάς. Ο φόβος του θανάτου έχει δημιουργήσει ρήγματα στον κοινωνικό ιστό. Μόνο η θεια Αγόρω με τον άντρα της δείχνουν μια κάποια αλληλεγγύη.

Σε ποια στοιχεία του κειμένου θα στηρίζατε τη θέση σας αυτή;

Ενδεικτική απάντηση: Στη ρητή δήλωση του αφηγητή «Οι χωριανοί δεν ερχόντουσαν στο σπίτι γιατί η γρίπη ήταν κολλητική και θανατηφόρα» / στη διαπίστωση του αφηγητή «Κατάλαβα τότε πως όσο κι αν φώναζα δε θα ‘ρχονταν κανείς» / στη δικαιολόγηση της στάσης των συγχωριανών, αλλά και στο παράπονο του ίδιου «Οι χωριανοί φοβόντουσαν να ζυγώσουν, δεν είχαν βέβαια άδικο, αλλά κι εγώ μόνος μου;» / στη ζεστασιά (σωματική και ψυχική) που βρίσκει στη συντροφιά των ζώων στο κατώι της θειας Αγόρως

Σε αυτό το σημείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η θεατρική τεχνική «διάδρομος της συνείδησης», προσαρμοσμένη/εστιασμένη όχι στον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά στα άλλα πρόσωπα της ιστορίας. Οι μαθητές και οι μαθήτριες φτιάχνουν ένα τούνελ, που αποτελείται από δύο παράλληλες γραμμές που η μία στέκεται απέναντι στην άλλη (στη σημερινή συγκυρία πρέπει να τηρούνται οι προβλεπόμενες αποστάσεις). Τα παιδιά αυτά είναι οι συγχωριανοί. Μέσα στο τούνελ μπαίνει και βαδίζει αργά ο μαθητής-ήρωας. Κάθε φορά που ο ήρωας περνά μπροστά από κάποιον/α, αυτός/ή εκφράζει τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του ή προβάλλει δικαιολογίες ή αιτιολογεί τη στάση του. Η οδηγία είναι ότι στη δραστηριότητα αυτή θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα δεδομένα του ίδιου του κειμένου.

Ενδεικτική απάντηση: Αναμένουμε να μιλήσουν για το φόβο τους, την ισχυρή μεταδοτικότητα της αρρώστιας, τις δουλειές που έχουν να κάνουν για να θρέψουν την οικογένειά τους, την άγνοια, τη συμπόνια, την αδυναμία τους ή ό,τι άλλο εκφράσουν οι συμμετέχοντες/ουσες, το οποίο θα έχει στηρίγματα μέσα στο κείμενο.

«Νίκοοοο, σ’ άφησα φαΐ!», «Νίκοοοο», φώναξε, «πάρε κανένα χεράμι κι έλα στο σπίτι. Έλα, σε καρτερώ»: Γιατί άραγε ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα πολλά ο στην κλητική πτώση του ονόματος του ήρωα;

Ενδεικτική απάντηση: Η επιλογή αυτή κάνει περισσότερο αισθητή την απόσταση που κρατούσε το κοινωνικό σύνολο από τον πάσχοντα ήρωα και εντείνουν το αίσθημα μοναξιάς του ίδιου.

Γιατί άραγε ο αφηγητής χρησιμοποιεί το α’ ενικό πρόσωπο στην παρουσίαση της ιστορίας;

Ενδεικτική απάντηση: Αναμένουμε οι μαθητές και οι μαθήτριες να πουν ότι το κείμενο έτσι κερδίζει σε αληθοφάνεια, αποκτά τον χαρακτήρα μαρτυρίας με έντονο το αυτοβιογραφικό/βιωματικό στοιχείο.

Θα λέγατε ότι πρόκειται για μια πραγματική ιστορία; Ποια άλλα στοιχεία συντείνουν στον αυτοβιογραφικό/βιωματικό χαρακτήρα του κειμένου;

Ο χρόνος της αφήγησης ακολουθεί τη φυσική ροή των γεγονότων, χωρίς αναχρονίες, όπως ακριβώς θα θυμόταν και στην πραγματική ζωή κάποιος γεγονότα που συγκλόνισαν τη ζωή του / Η εστίαση είναι εσωτερική, δηλαδή βλέπουμε τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του παιδιού-ήρωα, ο οποίος διεισδύει περισσότερο στον εσωτερικό του κόσμο και  «μαθαίνει» την εξέλιξη μαζί με μας τους αναγνώστες / η ντοπιολαλιά σε κάποια σημεία της αφήγησης (φέξει, χεράμι, τσόλι…) / τα πολλά α και ο στις λέξεις αχ και Νίκο, που εικονοποιούν την ένταση του προφορικού λόγου / η φυσικότητα των διαλογικών μερών

·         Σε αυτό το σημείο ο/η εκπαιδευτικός μπορεί να επιβεβαιώσει ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Η συγκεκριμένη αφήγηση είναι η ιστορία του πατέρα του συγγραφέα και διαδραματίζεται στο χωριό Χελιδόνα του νομού Ευρυτανίας

4ο Βήμα

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Το κείμενο του Τριανταφύλλη είναι ένα έτοιμο σενάριο για να γυριστεί μια λαϊκή μπαλάντα, ένα ωμό και τρυφερό συνάμα έπος για τα ατελείωτα πάθια και τους καημούς του ανθρώπου. Το βιβλίο αυτό πρέπει να εισαχθεί αμέσως ως βοηθητικό στα Γυμνάσια. Ισοδυναμεί με χιλιάδες ώρες παιδαγωγικής του ήθους». Γιατί πιστεύετε ο σημαντικός αυτός άνθρωπος του θεάτρου και των γραμμάτων πιστεύει ότι το κείμενο αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;

Ενδεικτική απάντηση: Το συγκεκριμένο απόσπασμα του βιβλίου αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία μιας σημαντικής στιγμής της νεοελληνικής ιστορίας, όπως την έζησαν οι άνθρωποι του λαού, που ήταν μακριά από τα αστικά κέντρα, τις οργανωμένες δομές περίθαλψης και τα κέντρα εξουσίας, ενώ είναι πλημμυρισμένο από ανθρωπισμό, αλλά και κατανόηση για τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του.

Αφού διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα από το θεατρικό έργο «Το παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο, ας κάνουμε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε το θέμα του θεατρικού κειμένου και να βρούμε αναλογίες και διαφορές με το κείμενο του Τριανταφύλλη που μελετήσαμε.

Το παιχνίδι της σφαγής του Ευγένιου Ιονέσκο (απόσπασμα)

ΣΚΗΝΗ 2

(Υπαίθρια ομιλία. Ένας Προεστός της πόλης απευθύνεται στο κοινό)

ΠΡΟΕΣΤΟΣ

Συμπολίτες μου και ξένοι επισκέπτες, ένα άγνωστο κακό έχει πρόσφατα χτυπήσει την πόλη μας. Δεν είναι πόλεμος, δεν είναι γενοκτονία και η ζωή συνεχίζεται για πολλούς από σας ανέφελη κι ευτυχισμένη, όπως πριν. Όμως πρέπει να ξέρετε πως έτσι, στα ξαφνικά, άνθρωποι αρχίζουν να πεθαίνουν μέσα στα σπίτια, μέσα στις εκκλησίες, στις γωνίες των δρόμων, στις πλατείες, χωρίς να εμφανίσουν συμπτώματα αρρώστιας και χωρίς καμία φανερή αιτία. Άνθρωποι πέφτουν νεκροί απότομα –το καταλαβαίνετε αυτό; Και το χειρότερο: δεν μιλάμε για μεμονωμένες περιπτώσεις, διότι αυτό θα ήταν ένα θέμα που ενδεχομένως θα ρυθμίζαμε. Στην περίπτωσή μας οι θάνατοι αυξάνονται συνεχώς, θα έλεγα με γεωμετρική πρόοδο. Οι γιατροί, οι ιστορικοί, οι θεολόγοι και οι κοινωνιολόγοι μάς πληροφορούν πως πρόκειται για ένα είδος μάστιγας που επανέρχεται σε σπάνια διαστήματα, ένα είδος επιδημίας που είχε χαθεί τους τελευταίους αιώνες, αλλά σίγουρα είχε εμφανιστεί στο παρελθόν σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Αυτή η μάστιγα κάνει το γύρο της γης και, όταν αποφασίσει να χτυπήσει, επιλέγει την πιο ευημερούσα χώρα ή πόλη στην καλύτερη στιγμή της, όταν δηλαδή όλοι έχουν πιστέψει πως δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται. Τις τελευταίες δύο φορές που αυτό το φοβερό φαινόμενο χτύπησε ήταν σε δύο πόλεις μακρινές όσο και αρχαίες: στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Υπάρχει πιθανότητα να επισκεφτεί κάποτε και τη Σικελία, όμως οι ιστορικές πηγές δεν διευκρινίζουν αν πρόκειται για τη Σικελία ή την Αργεντινή. Στη δική μας πόλη υπάρχουν σπίτια όπου έχει ξεκληριστεί ολόκληρη η οικογένεια. Άτομα που έχουν μεταξύ τους συγγένεια προσβάλλονται την ίδια ακριβώς στιγμή από τη νόσο, παρουσιάζουν ίδια συμπτώματα, ίδιους πόνους και ίδια επιθανάτια αγωνία, παρ’ όλο που ζουν σε διαφορετικές συνοικίες. Κάποια στιγμή θεωρήθηκε πιθανόν ότι επρόκειτο για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», ένα είδος «βεντέτας» που υπήρχε παλιότερα μέσα στις οικογένειες, αλλά τελευταία ατόνησε στις ειρηνικές, σύγχρονες κοινωνίες μας. Όμως ο θάνατος συνέχισε να χτυπάει ανεξάρτητα από οικογένειες, και χτύπησε ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Υπήρχε πιθανότητα η βεντέτα να εξαπλώθηκε και μεταξύ αγνώστων; Όχι, διότι τόσο πολλές συμπτώσεις μάς κάνουν  ν’ απορρίπτουμε τη θεωρία του τυχαίου συμβάντος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όποτε και όπου! Σας συγκέντρωσα για τελευταία φορά εδώ, στην πλατεία της πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς ανεξήγητο. Δεχτήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτίων. Οι γειτονικές πόλεις και χώρες μάς έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα. Συμπολίτες και επισκέπτες της πόλης μας, μην επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, γιατί θ’ αντιμετωπίσετε τα πυρά των στρατιωτών που καραδοκούν σε κάθε έξοδο της πόλεως. Χρειάζεται να οπλιστούμε με όλο το θάρρος που διαθέτουμε. Επίσης, χρειάζονται γερά χέρια ν’ ανοίγουν τάφους. Τα οικόπεδα, οι ακάλυπτοι χώροι, οι αυλές, τα γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία γέμισαν. Επίσης, ζητώ εθελοντές να επιτηρούν τα μολυσμένα σπίτια, μήπως κάποιος μπει ή βγει. Θα ορίσουμε ορκωτούς επόπτες που θα επισκέπτονται τα σπίτια και θα γνωματεύουν εάν κάθε θάνατος οφείλεται στη μοιραία μάστιγα ή όχι. Θα αναθέσουμε σε γυναίκες εθελόντριες να προσδιορίζουν κάθε αιτία θανάτου, να ανακρίνουν τους επιζώντες σε κάθε σπίτι και να ανιχνεύουν ύποπτα συμπτώματα, δηλαδή ογκίδια, δερματικές κηλίδες, ύποπτα εξανθήματα και τα λοιπά, για να τ’ αναφέρουν στις Αρχές, προκειμένου ν’ απομονωθούν οι πιθανοί φορείς. Όποιος μπαίνει σε μολυσμένο σπίτι θα θεωρείται ύποπτος και θ’ απομονώνεται εκεί μέσα. Φυλαχτείτε από τους ύποπτους. Καταγγείλατέ τους για το καλό του συνόλου! Ζητάμε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε χρήσιμη για την περίσταση ειδικότητα. Κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει στον συνάνθρωπό του: να τον υπηρετήσει ή να του κλείσει τα μάτια. Το σύνθημά μας είναι, «Θάψε τον πλησίον σου, μπορείς»! Αντίδοτο για τον λοιμό δεν έχουμε βρει. Προσπαθούμε να τον περιορίσουμε, μήπως μερικοί τυχεροί επιβιώσουν. Όμως κι αυτό άγνωστο.

Πάντως, απαγορεύεται η επαιτεία και η αλητεία. Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν ελάχιστες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων. Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και καθετί από τον ουρανό διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις ψυχές μας. Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση. Ομάδες πάνω από τρία άτομα θα διαλύονται. Επίσης, απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλεται να κυκλοφορείτε ανά δύο, για να επιτηρείτε ο ένας τον άλλο και για να ειδοποιείτε όποτε μένετε ο ένας χωρίς τον άλλο. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν, «Ελέησόν με, Κύριε!».

(Βγαίνει)

ΣΚΗΝΗ ΜΈΣΑ ΣΕ ΣΠΙΤΙ

(Ένα άδειο δωμάτιο. Ένας υπηρέτης με άσπρα γάντια μπαίνει μεταφέροντας μια στρογγυλή πολυθρόνα με μπράτσα. Άλλος υπηρέτης, επίσης με γάντια, μπαίνει μεταφέροντας ένα μικρό πατάρι. Στη μέση του μεσαίου τοίχου τοποθετούν την πολυθρόνα πάνω στο μικρό πατάρι. Στη μέση του τοίχου που βρίσκεται στο βάθος της σκηνής υπάρχει ένα τεράστιο παράθυρο, από το πάτωμα ως το ταβάνι, που βλέπει στον δρόμο. Στο βάθος του αριστερού τοίχου, μία πόρτα. Οι δύο Υπηρέτες μπαινοβγαίνουν κρατώντας σπρέι. Μπαίνει μια Υπηρέτρια κρατώντας κι αυτή σπρέι. Οι τρεις ψεκάζουν τους τοίχους, την πολυθρόνα, το πατάρι, όλα. Από μια πόρτα στο βάθος της σκηνής δεξιά μπαίνει άλλη Υπηρέτρια κουβαλώντας δύο μικρά καθίσματα, που τα τοποθετεί αριστερά και δεξιά της πόρτας. Η Υπηρέτρια βγάζει σπρέι και ψεκάζει τα έπιπλα, το πάτωμα, τους τοίχους, όλα. Από το παράθυρο βλέπουμε τι συμβαίνει στον δρόμο: ένας ημίγυμνος αξύριστος άντρας τρέχει έξω στον δρόμο φωνάζοντας, «Έλεος, έλεος!» και χάνεται. Τον άντρα που είδαμε τον κυνηγούν δύο άντρες ντυμένοι στα μαύρα, με γάντια στα χέρια και μάσκες στο πρόσωπο, για να προστατεύονται από τα μικρόβια. Στο ένα χέρι τους κρατάνε κλομπ. Ο πρώτος διώκτης σηκώνει το κλομπ του, για να αποτελειώσει τον άντρα που κατέρρευσε μόλις χάθηκε από το παράθυρο. Ακούγεται κραυγή. Οι δύο άντρες με τα μαύρα φαίνονται να κουβαλάν ένα σώμα πάνω σε φορείο. Ο ένας φωνάζει, «Χολέρα, χολέρα!» και ο άλλος «Ανοίξτε δρόμο, φύγετε από τη μέση!». Μπαίνει ο Οικοδεσπότης. Μελαχρινός, ψηλός, αδύνατος. Φοράει σκουρόχρωμο κοστούμι και από πάνω μεταξωτή ρόμπα. Στο κεφάλι του φοράει ένα είδος σκούφου και στα χέρια γάντια, όπως οι υπηρέτες. Φαίνεται τρομαγμένος και κάθε τόσο βγάζει από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι. Το ξεβουλώνει, παίρνει εισπνοή, το βουλώνει ξανά. Από το παράθυρο βλέπουμε στον δρόμο μία γυναίκα να τρέχει προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που είδαμε να τρέχει προηγουμένως ο άντρας. Η γυναίκα χάνεται φωνάζοντας, «Λυτρώστε την ψυχή μου, σκότωσα το παιδί μου!». Την καταδιώκουν οι δύο μασκοφόροι και μερικές στιγμές αργότερα την μεταφέρουν πάνω σε ένα φορείο φωνάζοντας πάλι, «Χολέρα, χολέρα!» και «Ανοίξτε δρόμο, φύγετε από τη μέση!», αν και δεν υπάρχει κανένας στον δρόμο να τους εμποδίζει. Από το παράθυρο φαίνεται επίσης ένας αστυνομικός που πηγαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο, συμβουλεύεται έναν κατάλογο που κρατάει και γράφει με κιμωλία έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό στον τοίχο ενός σπιτιού. Κάποιος από μέσα προσπαθεί να ανοίξει την εξώπορτα, όμως ο αστυνομικός φωνάζει, «Απαγορεύεται να βγείτε από το σπίτι!» και βγάζει το πιστόλι του. Η εξώπορτα κλείνει. Σε λίγες στιγμές βλέπουμε τον ίδιο άνθρωπο που προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα να στέκεται μπροστά σε ένα παράθυρο. Ο αστυνομικός τον πυροβολεί και ο άνθρωπος πέφτει προς τα πίσω μέσα στο σπίτι. Όλα όσα συνέβησαν μετά την εμφάνιση της γυναίκας που φώναζε συμβαίνουν παράλληλα με την είσοδο του Οικοδεσπότη, που παρακολουθεί τους Υπηρέτες να ψεκάζουν το σπίτι)

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Ψεκάστε, καθαρίστε, αποστειρώστε! Εδώ είμαστε ασφαλείς. Ποιος έχει το απολυμαντικό;

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Εγώ, κύριε.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Το αντισηπτικό;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Εγώ, κύριε.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Βάλτε, βάλτε, πασαλείψτε κάθε χαραμάδα! Ο ψεκασμός δεν αρκεί! Πού είναι το ρετσίνι; Το μικροβιοκτόνο; (Σε μία από τις γυναίκες) Εσύ σκόνη για τα μικρόβια παντού! (Στους άλλους) Πού είναι το εντομοκτόνο, το παρασιτοκτόνο, το θειάφι; Τρίψτε!

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Εδώ τα ‘χουμε όλα, κύριε. Τρίβουμε, κύριε.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Να και το θειάφι, κύριε. Τρίβουμε, κύριε.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

(Στη Δεύτερη Υπηρέτρια) Φέρε μου το φαγητό μου. Τα γυαλίσατε όλα; Περάσατε με υγρό όλα τα έπιπλα;

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Μάλιστα, κύριε, με το υγρό που μας είπατε.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

(Στη Δεύτερη Υπηρέτρια που βγαίνει) Ν’ αλλάξεις γάντια πριν πιάσεις το φαγητό. (Στον Πρώτο Υπηρέτη) Το μοσχολίβανο να καίει συνέχεια δίπλα στην πόρτα, σ’ όλα τα παράθυρα και στις γωνίες! (Η μία Υπηρέτρια ελέγχει τα θυμιάματα, ενώ το υπόλοιπο προσωπικό συνεχίζει να τρίβει, να απολυμαίνει τοίχους, να ψεκάζει πατώματα, κ.λπ. Η Δεύτερη Υπηρέτρια φέρνει έναν δίσκο με φαγητά για τον Οικοδεσπότη, ο οποίος πηγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα. Μυρίζει με προσοχή τα φαγητά) Αυτό το χάρι μυρίζει ακόμα σαν ψάρι κι αυτό το φρούτο σαν φρούτο! Γιατί; Δεν βάλατε αρκετό απολυμαντικό; Για να ζήσουμε πρέπει να τρώμε, κι οι τροφές είναι πολύ επικίνδυνες τώρα πια. Δεν μας νοιάζουν οι γεύσεις, τις καταργήσαμε τις γεύσεις, αρκεί να είμαστε σίγουροι πως δεν θα φάμε μικρόβια.

ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Αν δεν είχαμε αυτό το κύμα καύσωνα, μπορεί η επιδημία να μη φούντωνε τόσο πολύ.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Έριξε και καυτή βροχή – όλα μαζί ήρθαν!

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Άμα έρθουνε τα χιόνια και πέσει παγωνιά, όλα θα τελειώσουν.

ΔΕΎΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Είδατε, κύριε; Δεν χτυπάνε πια τις καμπάνες για κάθε κηδεία. Οι πεθαμένοι είναι πιο πολλοί απ’ τις καμπάνες.

ΠΡΩΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Δεν τις χτυπάνε, για να μη ρίξουν παραπάνω το ηθικό μας.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Δεν τις χτυπάνε γιατί δεν έχουν πια κωδωνοκρούστες – πέθαναν όλοι.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Μην έρχεστε τόσο κοντά μου, δεν μπορώ ν’ ανασάνω! Και μεταξύ σας σε απόσταση –είναι πιο υγιεινό. Σφραγίσατε τις πόρτες; Τα παράθυρα;

(Όλο το προσωπικό απομακρύνεται από τον Οικοδεσπότη)

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Κάτω από την πόρτα δεν περνάει ούτε καρφίτσα, κύριε.

ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ

Δεν αρκεί. Πρέπει να μην περνάει ούτε κλωστή.

Ιονέσκο Ευγένιος, Το παιχνίδι της σφαγής, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Εκδόσεις Κέδρος, σ σ. 23-29

Ενδεικτική απάντηση: Θέμα και του θεατρικού έργου είναι ο φόβος για την απώλεια της ζωής που προκαλεί μια πανδημία.

Και τα δύο κείμενα έχουν κοινό θέμα. Το επεξεργάζονται όμως διαφορετικά. Ο Τριανταφύλλης επιδιώκει να δώσει την τραγικότητα, ενώ ο Ιονέσκο σαρκάζει τον ανθρώπινο φόβο μπροστά σε μια επιδημική νόσο. Ενώ ο Τριανταφύλλης εστιάζει στον απλό, φτωχό άνθρωπο, ο Ιονέσκο περνάει μέσα από το φίλτρο της σάτιράς του τον πλούσιο που πασχίζει μάταια να σωθεί από τον μικροσκοπικό ιό, ενώ η ανθρώπινη νομοτέλεια είναι κοινή. Το κείμενο του Τριανταφύλλη, αν και αφηγηματικό, έχει θεατρικά στοιχεία, όπως είναι η φυσικότητα του διαλόγου, ο υπαινικτικός λόγος, η μεταβολή της τύχης των ηρώων (περιπέτεια).

Αν σας έλεγα ότι ο Ιονέσκο θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου, πώς το καταλαβαίνετε αυτό μετά την ανάγνωση του αποσπάσματος;

Ενδεικτική απάντηση: Η ασημαντότητα της ύπαρξης δίνεται μέσα από τη φαιδρή της μορφή, την χωρίς εντάσεις πλοκή, τον χωρίς νόημα διάλογο, την ασυναρτησία και την έλλειψη λογικής, γεγονός που φαίνεται και από την ίδια την αρρώστια που σκοτώνει χωρίς καν συμπτώματα. 

5ο Βήμα

Θα θέλατε να συζητήσουμε και κάποιο ή κάποια από τα άλλα θέματα που είδαμε ότι θίγονται μέσα στο κείμενο;

Κι εδώ ενθαρρύνονται όλα τα μέλη της ερμηνευτικής κοινότητας να εκφραστούν.

6ο  Βήμα

Πώς είδατε να αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος του 21ου αιώνα τη νέα πανδημία του κορονοϊού και πώς την αντιμετωπίζετε εσείς οι ίδιοι/ες; Πώς πιστεύετε ότι θα αντιμετωπίζατε εσείς κάποιον φορέα του ιού στο περιβάλλον σας, πώς νομίζετε ότι πρέπει ή δεν πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε όλοι μας;

Ενδεικτική απάντηση:  Αναμένουμε να ακούσουμε για ανθρώπους που φοβούνται υπερβολικά με σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνικότητά τους, αλλά και για ανθρώπους που αδιαφορούν και για τη δική τους προστασία και για των συνανθρώπων τους ή και για άλλους που πιστεύουν σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας. Αναμένουμε η τάξη να αντιτεθεί σε φαινόμενα ρατσισμού και περιθωριοποίησης πασχόντων από τον ιό.

Δημιουργική δραστηριότητα

Αφού μελετήσετε τον πίνακα του ισπανού ζωγράφου Juan Lucena που απεικονίζει τους ηλικιωμένους που έφυγαν λόγω του ιού χωρίς να αποχαιρετίσουν καν τα αγαπημένα τους εγγόνια, ας γράψετε ένα μικρό αφηγηματικό κείμενο που θα συνοδεύει την εικόνα και θα το δημοσιεύσετε στο facebook.



Πηγή: http://www.topontiki.gr/article/389423/koronoios-teleytaio-antio-paidion-stoys-pappoydes-toys-o-pinakas-poy-skorpise

Ερμηνευτικό σχόλιο

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το θέμα του κειμένου του Κώστα Τριανταφύλλη και ποια η δική σας θέση απέναντι σ’ αυτό; (150-200 λέξεις)

Ενδεικτική απάντηση

Κατά τη γνώμη μου, το θέμα του κειμένου είναι ο φόβος του ανθρώπου μπροστά σε μια άγνωστη επιδημική νόσο που μπορεί να απειλήσει τη ζωή, και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτός στην αλληλεγγύη απέναντι στους πάσχοντες. Μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία διεισδύει στις βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα του κεντρικού χαρακτήρα, μαθαίνουμε πώς σε ένα μικρό χωριό ένα δωδεκάχρονο παιδί χάνει όλη του την οικογένεια από τη φοβερή γρίπη του 1918. Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσει όλη αυτή τη δραματική κατάσταση ολομόναχος. Με ένα παρατεταμένο «Αααχ» απαντάει η θεία του, όταν πληροφορείται τον θάνατο και του τελευταίου μέλους της οικογένειας του ήρωα, δείχνοντας όχι μόνο το μέγεθος της απώλειας, αλλά και τη μοναξιά του. Απέναντι σε αυτό το πεντάρφανο παιδί η κοινωνία παραμένει φοβισμένη και σαστισμένη, φοβάται για τη ζωή τη δική της και των δικών της παιδιών. Είναι «κολλητική» και «θανατηφόρα» η αρρώστια μάς λέει ο αφηγητής κι ως ένα βαθμό τη δικαιολογεί. «Δεν είχαν βέβαια άδικο» λέει, αλλά μετά μέσα από μια ερώτηση, καταδικασμένη να μείνει αναπάντητη, ξεχειλίζει το παράπονό του. «Αλλά κι εγώ μόνος μου;» λέει. Ο φόβος υπάρχει σύμφυτος στον άνθρωπο –το νιώθουμε κι εμείς τώρα με τη νέα πανδημία – αλλά οφείλουμε να δείχνουμε ανθρωπισμό κι αλληλεγγύη προς τους πάσχοντες.

 

·         Οι μαθητές/τριες ενθαρρύνονται να κάνουν υποθέσεις κι όχι να προχωρούν σε βεβαιότητες

·         Να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους

·         Πάντοτε όμως να έχουν στο νου τους τα δεδομένα του κειμένου

Πηγές

Τριανταφύλλης Κώστας, Με νύχια και με δόντια, Εκδόσεις Κέδρος, 1999, σ σ 21-24

Ιονέσκο Ευγένιος, Το παιχνίδι της σφαγής, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Εκδόσεις Κέδρος, σ σ. 23-29

Λογοτεχνία Φάκελος Εκπαιδευτικού http://www.iep.edu.gr/images/IEP/Modules/Sj_K2_Extra_Slider/Fakeloi_Yli kou/Logotechnia_G-Lykeiou_Fakelos-Ekpaideytikoy.pdf

Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου https://www.esos.gr/sites/default/files/articleslegacy/programma_spoydon_logotexn ias.pdf  

Λογοτεχνική Ανάγνωση στο σχολείο και στην κοινωνία, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2018

Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2008


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

                     Κείμενο 1 Άρθρο του Βασίλη Σπυριδωνίδη στην εφημερίδα Καθημερινή. Γιατί στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με τα πλαίσι...