Δημουλά και Μάρκες συνομιλούν... Ερμηνευτικός Διάλογος

 



Δημουλά και Μάρκες συνομιλούν...  Ερμηνευτικός Διάλογος

Βασιλική Σταμάτη, φιλόλογος

Τα φυσικά χαρίσματα


Α, η στιγμή

τι μεγάλη κυρία αποδεικνύεται

κάθε φορά μένοντας συνεπής

στη μικρή διάρκειά της.


Κυρία η στιγμή.

Άλλωστε δεν τη συμφέρει

να επιμηκυνθεί

ούτε το διανοείται να χάσει

τη διασημότητα που της εξασφαλίζει

το στιγμιαίο.


Προπάντων

τηρώντας αυστηρά την αστραπιαία

παρουσία της -ούτε λεπτό παραπάνω-


απέφυγε ν’ ακούει

το κάθε αγροίκο: Σε βαρέθηκα.


Από την ποιητική συλλογή “Άνω τελεία”


1ο Βήμα


Μετά την ανάγνωση του ποιήματος μπορούμε να ρωτήσουμε τους μαθητές και τις μαθήτριες τι εννοούμε, όταν μιλάμε για φυσικά χαρίσματα.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

Συνήθως εννοούμε τα ταλέντα, τα προσόντα, τα πλεονεκτήματα, φυσικά ή πνευματικά, με τα οποία γεννιέται κανείς, με τα οποία η φύση εξοπλίζει το κάθε ον.


2ο Βήμα


Ρωτάμε την τάξη ποιο σημείο ή στίχος του ποιήματος τους άρεσε περισσότερο ή τους προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γιατί. Οι μαθητές/τριες παρακινούνται να εκφραστούν ελεύθερα.


Ο διάλογος μπορεί να προχωρήσει με την αναζήτηση και διατύπωση του θέματος του ποιήματος.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση


Ίσως να μας μιλήσουν για τη σημαντικότητα των μικρών στιγμών, συχνά μάλιστα κι ασήμαντων, στη ζωή των ανθρώπων. Ότι ενδέχεται μάλιστα αυτές να καθορίσουν, θετικά ή αρνητικά, αποφάσεις, εξελίξεις, επιθυμίες, βιοθεωρίες. Ή για το αναπάντεχο που μπορεί να αλλάξει τα πάντα, όλες ως εκείνη την ώρα τις βεβαιότητες και τους προγραμματισμούς. Ίσως και για εκείνες τις σχέσεις που κρατάνε λίγο, διαλύονται πριν καν την κορύφωσή τους κι απαλλάσσονται έτσι από τη φθορά.


Ό,τι κι αν υποστηρίξουν, τους/τις προτρέπουμε να στηρίξουν τις απόψεις τους σε κειμενικά στοχεία.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση


Το επιφώνημα “Α” στην αρχή που δηλώνει περισσότερο θαυμασμό και επίγνωση της σημαντικότητας της προσωποποιημένης στιγμής, παρά έκπληξη, και η επίσης επιφωνηματική χροιά του δεύτερου στίχου. Ο χαρακτηρισμός της στιγμής ως κυρίας, αυτής ίσως που ελέγχει τα πράγματα και τη ζωή της, (ή ίσως και να είναι συνδεδεμένος ο προσδιορισμός με το γνωστό στερεότυπο της “κυρίας”, το οποίο έχει και ηθικές προεκτάσεις), και μάλιστα ενισχυμένης με τον επιθετικό προσδιορισμό “μεγάλης”, ακριβώς για να προβληθεί μέσα από την αντίθεση με τη μικρή διάρκειά της ο καταλυτικός της ρόλος. Η δικαιολόγηση του χαρακτηρισμού της ως μεγάλης κυρίας βρίσκεται στη συνέπειά της και γι’ αυτό επαναλαμβάνεται στον πρώτο στίχο της δεύτερης μεγαλύτερης στροφής. Η συνέπειά της έγκειται στον στιγμιαίο χαρακτήρα της. Αυτό που της δίνει αξία μοναδική, προβολή, αναγνωρισιμότητα, είναι η αντίστασή της στην επιμήκυνση. Και η ίδια γνωρίζει ότι αυτό είναι το πλεονέκτημά της, το συμφέρον της, και γι΄ αυτό δεν της περνά καν από το νου της η οποιαδήποτε διεύρυνση. “Προπάντων”, μόνο του το επίρρημα σε έναν ολόκληρο στίχο, με τη σημασία του κυρίως και του πρώτα και πάνω απ’ όλα, να προσδιορίζει τον τρόπο επιτυχίας της στιγμής: η αυστηρή, η απαρέγκλιτη τήρηση του σύντομου χαρακτήρα της. Ισχυρή η μεταφορά “αστραπιαία” κι έντονα ενισχυμένη από την προφορικότητα και το τελεσίδικο της διαπίστωσης “ούτε λεπτό παραπάνω”. Μέσα σε παύλες η διαπίστωση σαν να οπτικοποιεί την έλλειψη κάθε πριν και κάθε μετά. Κερδισμένη πάντα, αφού γλύτωσε τη φθορά, την άρνηση, τον χωρισμό, την απόρριψη, τη μοναξιά.


Μπορούμε να κλείσουμε αυτό το βήμα του διαλόγου με το ερώτημα αν θα τοποθετούσαν το ποίημα στη μοντέρνα ή στην παραδοσιακή ποίηση και πώς επιτυγχάνεται ο ρυθμός.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

Ανήκει στη μοντέρνα ποίηση. Χαρακτηριστικό του η ανισοσυλλαβία των στίχων, οι άνισες στροφές και η απουσία ομοιοκαταληξίας. Ο ρυθμός επιτυγχάνεται κυρίως με τους διασκελισμούς (δεν τη συμφέρει / να επιμηκυνθεί, να χάσει τη διασημότητα, αστραπιαία παρουσία κ.α.), τις επαναλήψεις (κυρία/κυρία), τις αντιθέσεις, τα συνώνυμα (στιγμιαίο, αστραπιαία), την αίσθηση του ιαμβικού μέτρου που αφήνουν κάποιοι στίχοι (πχ. Κάθε φορά μένοντας συνεπής κ.α.)

3ο Βήμα


Ο χρόνος είναι κυρίαρχος στο ποίημα και μάλιστα η διάρκειά του. Μπορεί να ζητηθεί να εντοπίσουν τα σημεία αυτά στο ποίημα.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

η στιγμή / στη μικρή διάρκειά της / ούτε … να επιμηκυνθεί / το στιγμιαίο / την αστραπιαία παρουσία της / -ούτε λεπτό παραπάνω-

Όλοι οι προσδιορισμοί του χρόνου παραπέμπουν στον σύντομο χαρακτήρα της στιγμής, ο οποίος αποτελεί και την αιτία της σημαντικότητάς της και της γοητείας της.


Ζητάμε από τους μαθητές και τις μαθήτριες να μελετήσουν την τελευταία στροφή και να σχολιάσουν τον ρόλο της μέσα στο ποίημα.


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

απέφυγε ν’ ακούει / το κάθε αγροίκο: Σε βαρέθηκα. Στο τελευταίο δίστιχο βρίσκεται η αιτιολόγηση της μεγάλης αξίας της στιγμής. Η μικρή διάρκειά της, ο στιγμιαίος και αστραπιαίος χαρακτήρας της, η αναπότρεπτη απόφασή της να μην χαριστεί ούτε λεπτό παραπάνω στάθηκαν σωτήρια. Απέφυγε έτσι να ακούσει το “Σε βαρέθηκα”. Απέφυγε την απόρριψη, την απώλεια, κάθε τέτοιο αγροίκο. Αγροίκο, γιατί είναι σκληρό κι επώδυνο.


Πώς συνδέεται ο τίτλος του ποιήματος με το περιεχόμενό του;


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

Ο βραχύς χαρακτήρας της στιγμής είναι εκ φύσεως χαρακτηριστικό της. Αν δεν υπάρχει αυτός, δεν υφίσταται και η ίδια η στιγμή.


Πώς νομίζετε ότι νιώθει η ποιήτρια απέναντι στη στιγμή;


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

Ίσως κάποιοι/ες να δουν ειρωνεία πίσω από τους επιφωνηματικούς στίχους, τις λέξεις “συμφέρει”, “διανοείται”, “διασημότητα”, την επανάληψη του “κυρία”, το επιβεβαιωτικό “άλλωστε” και το επιτακτικό “ούτε λεπτό παραπάνω”. Ίσως και κάποια πικρία και θλίψη για τα αγροίκα “σε βαρέθηκα” που δεν μπόρεσε η ίδια να αποφύγει. Ίσως αυτή η πικρία να την οδηγεί στο προηγούμενο εγκώμιο της στιγμής. Ίσως και αμφισβήτηση, για την παντοδυναμία και ηγεμονία της ή ακόμα και για την ύπαρξή της την ίδια, τη δυνατότητα ύπαρξής της. Ίσως επώδυνα να αποδέχεται ότι η απόρριψη, η ανία, η φθορά είναι βεβαιότητα.


4ο Βήμα

Ας δούμε συγκριτικά το ποίημα με ένα απόσπασμα από το έργο του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”.


Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες


Η Φερμίνα Δάσα και ο Φλορεντίνο Αρίσα ζουν ένα νεανικό ειδύλλιο, όμως ο πατέρας της τους χωρίζει. Αυτή παντρεύεται, κάνει παιδιά, εκείνος περιμένει τη στιγμή που θα μπορέσουν να είναι ξανά μαζί. Όταν εκείνη χηρεύει σε μεγάλη ηλικία, τη διεκδικεί ξανά. Επιβιβάζονται σε ένα από τα ποταμόπλοια της εταιρίας του Φλορεντίνο, για να ζήσουν λίγες μέρες μαζί, μακριά από τα βλέμματα των άλλων.


Η Φερμίνα Δάσα δεν κατάλαβε πότε ακριβώς άρχισαν να ανεβαίνουν στο πλοίο οι επιβάτες για το ταξίδι της επιστροφής. Είχε τελειώσει η γιορτή: ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέφταναν πρόλαβε να δει πολλά γνωστά πρόσωπα, μερικούς φίλους που μέχρι πριν λίγο την είχαν συνοδεύσει στο πένθος της και βιάστηκε να βρει καταφύγιο στην καμπίνα της. Ο Φλορεντίνο Αρίσα τη βρήκε στεναχωρημένη: προτιμούσε να πεθάνει, παρά να την ανακαλύψουν οι δικοί της σ’ ένα ταξίδι αναψυχής, όταν είχε περάσει μόνο τόσος λίγος χρόνος από το θάνατο του συζύγου της. Ο Φλορεντίνο Αρίσα επηρεάστηκε τόσο από την κατάθλιψή της που της υποσχέθηκε να βρει κάποιον τρόπο διαφορετικό από τη φυλακή της καμπίνας, για να την προστατεύσει. Η ιδέα του ήρθε ξαφνικά όταν δειπνούσαν στην ιδιαίτερη τραπεζαρία […]

«Και μιλώντας υποθετικά», είπε, «θα μπορούσε να γίνει ένα ταξίδι κατευθείαν χωρίς φορτίο, ούτε επιβάτες, χωρίς να πιάσει σε κανένα λιμάνι, χωρίς τίποτα;»

Ο καπετάνιος είπε πως αυτό γινόταν μόνο υποθετικά [...]

Το μόνο που μπορούσε να τα ξεπεράσει όλα ήταν η περίπτωση της επιδημίας πάνω στο πλοίο. Τότε κηρύσσονταν σε καραντίνα, σήκωναν την κίτρινη σημαία κι έπλεαν σε κατάσταση ανάγκης. Ο καπετάν Σαμαριτάνο είχε αναγκαστεί να το κάνει αρκετές φορές από τα πολλά κρούσματα χολέρας στο ποτάμι, παρόλο που ύστερα οι υγειονομικές αρχές υποχρέωναν τους γιατρούς να βγάλουν πιστοποιητικά για κοινή δυσεντερία. Επιπλέον, πολλές φορές στην ιστορία του ποταμού σήκωναν την κίτρινη σημαία της επιδημίας για ν’ αποφεύγουν τους δασμούς, για να μην παίρνουν κάποιον ανεπιθύμητο επιβάτη, για να εμποδίζουν παράκαιρες έρευνες. Ο Φλορεντίνο Αρίσα βρήκε το χέρι της Φερμίνα Δάσα κάτω από το τραπέζι.

«Καλά λοιπόν» είπε, «Αυτό θα κάνουμε».

Ο καπετάνιος ξαφνιάστηκε, αλλά αμέσως με το ένστικτο της γριάς αλεπούς τα είδε όλα ξεκάθαρα.

«Εγώ διατάζω σ’ αυτό το πλοίο, αλλά εσείς με διατάζετε» του είπε. «Έτσι, αν μιλάτε στα σοβαρά, δώστε μου τη διαταγή γραπτή και φύγαμε αμέσως».

Ήταν στα σοβαρά, βέβαια, κι ο Φλορεντίνο Αρίσα υπόγραψε τη διαταγή. Έτσι κι αλλιώς, όλοι ήξεραν πως η εποχή της χολέρας δεν είχε περάσει παρά στους χαρούμενους υπολογισμούς των υγειονομικών αρχών. […]

Αν αυτά τα πράγματα γίνονταν για τόσους άλλους ανήθικους λόγους και σχεδόν πρόστυχους, ο Φλορεντίνο Αρίσα δεν έβλεπε γιατί δε θα ήταν νόμιμο να τα κάνει για τον έρωτα. […]

Εκείνη τη νύχτα, σαν μια προσωπική συνεισφορά στο γλέντι, η Φερμίνα Δάσα κατέβηκε στην κουζίνα, ανάμεσα στις ζητωκραυγές του πληρώματος κι ετοίμασε για όλους ένα φαγητό που σκέφτηκε εκείνη και που ο Φλορεντίνο Αρίσα ονόμασε: μελιτζάνες της αγάπης.

Όλη τη μέρα έπαιζαν χαρτιά, έτρωγαν μέχρι σκασμού, έπεφταν σε βαθύ ύπνο το απόγευμα, πράγμα που τους εξαντλούσε και μόλις έπεφτε ο ήλιος, άρχιζε να παίζει η ορχήστρα κι έπιναν αγουαρδιέντε με σολωμό, μέχρι πέρα από τον κορεσμό. Ήταν ένα γρήγορο ταξίδι, με ελαφρύ το πλοίο κι ευνοϊκό ποτάμι […]

Από μερικά χωριά τους έριχναν φιλεύσπλαχνες κανονιές για να τρομάξουν την χολέρα κι εκείνοι τους ευχαριστούσαν μ’ ένα θλιμμένο μουγκρητό. Τα πλοία κάθε εταιρείας που συναντούσαν στο δρόμο τους, τους έκαναν συλλυπητήρια σινιάλα. […]

Ούτε ο Φλορεντίνο Αρίσα ούτε η Φερμίνα Δάσα κατάλαβαν πόσο είχαν έρθει ο ένας κοντά στον άλλο: […] Ένα πρωί, ξυπνώντας, τον είδε μες στο μισοσκόταδο να ράβει ένα κουμπί στο πουκάμισό του και βιάστηκε να το ράψει η ίδια, πριν εκείνος επαναλάβει την τελετουργική φράση πώς χρειαζόταν δυο συζύγους. Αντίθετα, το μόνο που εκείνη χρειάστηκε, ήταν να τις βάλει μια βεντούζα για έναν πόνο στην πλάτη.

Ο Φλορεντίνο Αρίσα, από τη μεριά του, άρχισε να βγάζει στην επιφάνεια παλιές νοσταλγίες με το βιολί της ορχήστρας και μέσα σε μισή μέρα κατάφερε να εκτελέσει για κείνη το βαλς της Στεφανωμένης Θεάς […]

Την παραμονή της άφιξης έκαναν μία μεγάλη γιορτή με χάρτινες γιρλάντες και χρωματιστά φαναράκια […] Ήταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή, πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ’ οποιαδήποτε εποχή και σ’ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο.

Ξύπνησαν στις έξι.[…]

«Θα είναι σαν να πεθαίνω» είπε.

Ο Φλορεντίνο Αρίσα ξαφνιάστηκε, γιατί ήταν σα να είχε μαντέψει μια σκέψη πού κι αυτόν δεν τον άφηνε ήσυχο από την αρχή της επιστροφής. Ούτε εκείνος ούτε εκείνη μπορούσαν να δουν τους εαυτούς τους σε άλλο σπίτι εκτός από την καμπίνα, να τρώνε μ’ άλλον τρόπο εκτός από αυτόν του πλοίου, να μπουν μέσα σε μια ζωή που θα τους ήταν ξένη για πάντα. Ήταν πραγματικά, σαν να πέθαιναν. Δεν μπόρεσε να ξανακοιμηθεί. Έμεινε ανάσκελα στο κρεβάτι με τα δυο χέρια δεμένα πίσω από το σβέρκο […] Κλείστηκε στο μπάνιο κι έκλαψε με την άνεσή του, χωρίς βιασύνη, μέχρι το τελευταίο δάκρυ. Μόνο τότε βρήκε το κουράγιο να εξομολογηθεί στον εαυτό του πόσο την είχε αγαπήσει.

Όταν σηκώθηκαν, ντυμένοι πια για να ξεμπαρκάρουν, είχαν αφήσει πίσω τους τις καλαμιές και τους βάλτους […]

Συνάντησαν τον καπετάνιο στην τραπεζαρία, σε μία κατάσταση αναστάτωσης […] Είχαν αρχίσει να τρώνε το πρωινό σιωπηλά, όταν ένα βενζινόπλοιο από τις Υγειονομικές Αρχές στο λιμάνι διέταξε να σταματήσουν το πλοίο.

Ο καπετάνιος από τη γέφυρα απάντησε φωνάζοντας στις ερωτήσεις της οπλισμένης περιπόλου. Ήθελαν να ξέρουν τι είδους επιδημία είχαν πάνω στο πλοίο, πόσοι επιβάτες υπήρχαν, πόσοι ήταν άρρωστοι, τι πιθανότητες υπήρχαν για την εξάπλωση της επιδημίας. Ο καπετάνιος απάντησε πως είχε μόνο τρεις επιβάτες κι είχαν όλοι χολέρα, αλλά βρίσκονταν σε αυστηρή απομόνωση. Ούτε αυτοί, που έπρεπε να μπαρκάρουν στη Λα Δοράδα, ούτε οι είκοσι εφτά άνδρες του πληρώματος είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους. Όμως ο διοικητής της περιπόλου δεν έμεινε ευχαριστημένος και διέταξε να βγουν από τον κόλπο και να περιμένουν στον βάλτο της Λα Μερσέδες μέχρι τις δύο το απόγευμα, ενώ θα ετοίμαζαν τη διαδικασία ώστε το πλοίο να μείνει σε καραμπίνα. Ο καπετάνιος άφησε μία πορδή σαν αμαξάς και μ’ ένα σινιάλο του χεριού διέταξε τον πιλότο να πάρει στροφή και να γυρίσει στους βάλτους.

Η Φερμίνα Δάσα κι ο Φλορεντίνο Αρίσα τα είχαν ακούσει όλα από το τραπέζι, αλλά ο καπετάνιος δεν έδειχνε να νοιάζεται. […] Η Φερμίνα Δάσα και ο Φλορεντίνο Αρίσα τον κοίταζαν χωρίς να μιλούν, περιμένοντας τ’ αποτελέσματα των τελικών διαγωνισμών σ’ ένα θρανίο του σχολείου. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε κουβέντα όσο κρατούσε ο διάλογος με την υγειονομική περίπολο ούτε κι είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι θα γινόταν με τη ζωή τους, αλλά και οι δύο ήξεραν πως ο καπετάνιος σκεφτόταν αυτούς: φαινόταν από το χτύπημα στους κροτάφους του. […]

Όταν πια δεν έμενε τίποτ’ άλλο στα πιάτα, ο καπετάνιος σκούπισε τα χείλια του με την άκρη του τραπεζομάντιλου και μίλησε με κάτι ξεδιάντροπες βρισιές, που χαντάκωσε μια για πάντα την καλή φήμη για την ωραία ομιλία των καπεταναίων στο ποτάμι. Γιατί δεν μιλούσε σ’ αυτούς, ούτε σε κανέναν, παρά προσπαθούσε να συμφωνήσει με τον ίδιο του το θυμό. Το συμπέρασμά του, μετά από μια σειρά τρομερά προσβλητικές λέξεις ήταν πως δεν έβρισκε πώς να βγει από την δύσκολη κατάσταση που είχε μπει με τη σημαία της χολέρας.

Ο Φλορεντίνο Αρίσα τον άκουσε ασάλευτος. Ύστερα, κοίταξε έξω από τα παράθυρα […]

«Θα συνεχίσουμε ίσια, ίσια, ίσια, ξανά για τη Δα Λοράδα».

Η Φερμίνα Δάσα ανατρίχιασε, γιατί αναγνώρισε τη φωνή από τα παλιά, φωτισμένη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και κοίταξε τον καπετάνιο: αυτός ήταν το πεπρωμένο. Αλλά ο καπετάνιος δεν την έβλεπε, γιατί είχε μείνει ξερός από τη δύναμη της έμπνευσης του Φλορεντίνο Αρίσα.

«Το λέτε στα σοβαρά;» τον ρώτησε.

«Από τότε που γεννήθηκα», είπε ο Φλορεντίνο Αρίσα, «δεν έχω πει ούτε μια κουβέντα που να μην είναι στα σοβαρά».

Ο καπετάνιος Κοίταξε τη Φερμίνα Δάσα κι είδε στα βλέφαρά της τις πρώτες λάμψεις από μια χειμωνιάτικη πάχνη. Ύστερα κοίταξε τον Φλορεντίνο Αρίσα, την ακατανίκητη ψυχραιμία του, τον ατρόμητο έρωτά του και τον τρόμαξε η αργοπορημένη υποψία πώς είναι η ζωή, περισσότερο από το θάνατο, αυτή που δεν έχει όρια.

«Και μέχρι πότε νομίζετε πως μπορούμε να συνεχίσουμε αυτό το πήγαινε έλα του διαβόλου;» τον ρώτησε.

Ο Φλορεντίνο Αρίσα είχε την απάντηση έτοιμη εδώ και πενήντα τρία χρόνια, εφτά μήνες και έντεκα μέρες με τις νύχτες τους.

«Για όλη μας τη ζωή», είπε.


Μάρκες Γκάμπριελ Γκαρσία, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου Μπαράχας, Εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1986, σ σ. 470-479


Ενδεικτική Αναμενόμενη Απάντηση

Εδώ η στιγμή γίνεται ολόκληρη η ζωή. Εδώ ο έρωτας θριαμβεύει και νικά κάθε ανία, κάθε ρουτίνα, κάθε “σε βαρέθηκα”. Γίνεται ένα ισόβιο ανεβοκατέβασμα του ποταμού, ένα “πήγαινε έλα του διαβόλου”, όπως το χαρακτηρίζει ο καπετάνιος, ακριβώς γιατί σπάει κάθε νομοτέλεια που θέλει να πάντα να έχουν πάντα ένα τέλος.


5ο Βήμα


Σε αυτό το σημείο μπορούμε να ρωτήσουμε τους μαθητές και τις μαθήτριες ποιον θα θεωρούσαν πιο ευτυχισμένο, τον άνθρωπο της στιγμής της Δημουλά ή τον άνθρωπο του ισόβιου ταξιδιού του Μάρκες. Τους/τις προτρέπουμε όλους και όλες να εκφραστούν ελεύθερα.


6ο Βήμα


Στο τελευταίο μέρος του διαλόγου μπορούμε να ζητήσουμε από την τάξη να εξετάσουν την εποχή μας και να δουν αν θα κατένειμαν τον σύγχρονο άνθρωπο στους ανθρώπους της στιγμής ή του αιώνιου ταξιδιού και να αιτιολογήσουν την απάντησή τους στηριζόμενοι/ες στη σύγχρονη πραγματικότητα. Κι εδώ παρακινούνται να εκφραστούν ελεύθερα.


Δημιουργική Δραστηριότητα

Να γράψετε ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο με έντονη ανισοσυλλαβία. Στο ποίημα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν οπωσδήποτε οι λέξεις: έρωτας, χρόνος, φωτογραφία, εσύ.


Σχόλια

  1. Καλημέρα και ευχαριστούμε πολύ για την προσφορά σας!
    Σε ποια τάξη θεωρείτε ότι θα ήταν προσφορότερη η διδασκαλία του;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα! Εγώ το δίδαξα στην Γ' Λυκείου, που και ωριμότερα είναι τα παιδιά και μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν για το θέμα. Πιστεύω ότι μπορεί να διδαχτεί σε όλο το Λύκειο, με καλύτερα προσδοκώμενα αποτελέσματα στις δύο μεγαλύτερες τάξεις.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Νεοελληνική Γλώσσα - Η Θεωρία σε ένα κείμενο Με βάση τις ερωτήσεις της Τράπεζας Θεμάτων της Γ’ Λυκείου

Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

Η Λογοτεχνία στην Τράπεζα Θεμάτων - Μουσικοί σ' ένα παραθαλάσσιο κέντρο - Σενάριο Μαθήματος