Κειμενικά στοιχεία αφηγηματικού κειμένου Νύχτα Χριστουγέννων του Άντων Τσέχοφ




Κειμενικά στοιχεία αφηγηματικού κειμένου


Νύχτα Χριστουγέννων του Άντων Τσέχοφ




Χαρακτήρες – Σκηνικό – Συγκείμενο – Θέμα – Αξίες/Ιδέες – Τίτλος –Περιγραφή – Πλοκή/Δομή – Θεατρικότητα – Δημιουργική Γραφή


Μ-σενάριο
Δημιουργός: Βασιλική Σταμάτη
Άντων Τσέχοφ, Νύχτα Χριστουγέννων
Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρόνων, με πρόσωπο απίστευτα χλομό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.
Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυνατά…
«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.
Κάπου εκεί, σ’ αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνεται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ’ αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν’ ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;
Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε την γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.
«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.
Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Εγώ, Ντενίς…»
Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν’ ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.
«Εσείς είστε, αρχόντισσα Νατάλια Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γερσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.
«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του θεού!»
«Μα, ο Γερσέι μου, ο Γερσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»
«Θέλημα Θεού! Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς. Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γερσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα…»
«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Νατάλια Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.
«Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»
«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.
Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε. Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς. «Κάθεσαι;»
«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
«Πονάς;»
«Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!»
Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά χέρια και πόδια. Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.
«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. «Το πόδι του πονάει του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα…»
Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. «Πα ‘νε, ξαπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»
«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
«Τι νιώθεις, χαζούλη;»
«Ο πάγος έσπασε».
«Πώς το νιώθεις;»
«Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».
Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.
Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους –ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.
«Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;»
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο χαζούλης είχε δίκιο.  Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς. «Σπάει!»
Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε. «Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
«Είναι θέλημα θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία…»
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο… Γελούσε η χλομή γυναίκα. Ο Ντενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.
Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
«Πρέπει ν’ ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς. «Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»
Ο Ντενίς πλησίασε τη Νατάλια Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα…
«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν… Τώρα καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα…
Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα…
«Εγώ είμαι, Νατάσα… Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.  
Η Νατάλια Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε. «Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκαρόκ, απ’ όπου και ήρθα σε σένα, σε σένα… και ήρθα…»
Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε…
«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του…
Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο… Τον περίμενε μέσα σ’ αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ’ αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία…
Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και τέλος, τη διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ’ αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει…
«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.
Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
«Για πού το ‘βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
«Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ… Οι πεθαμένοι δεν πονάνε…»
Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δωσ’ του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!»
Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε τελικά και η ακτή.
«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία.
«Γύρνα!»
Η καρδιά του Λιτβίνοφ  χτύπησε δυνατά… Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριόοι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
«Γύρνα πίσω!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».
«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.
Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια… Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός… Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά. Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο…
Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»
Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της…
Ρωσικές Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες, Πρόλογος: Σ. Ιλίνσκαγια, Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδόσεις Νάρκισσος

Στόχοι
1.  Να στηριχθεί αρχικά η προσέγγιση στις θεωρίες της πρόσληψης και της αισθητικής ανταπόκρισης.
2.  Να προσεγγιστούν οι χαρακτήρες, το σκηνικό, το συγκείμενο, το θέμα, οι αξίες και οι ιδέες, ο τίτλος, οι περιγραφές, τα στοιχεία της πλοκής, η θεατρικότητα ενός αφηγηματικού κειμένου και οι τρόποι που όλα αυτά παράγουν σημασία.
3.  Να αξιοποιηθεί η δημιουργική γραφή στην προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου
Συνοπτική Περιγραφή – Φύλλο Εργασίας
1.  «Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο… Τον περίμενε μέσα σ’ αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ’ αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία…». Ας κάνουμε μια προσπάθεια να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να γίνει στη συνέχεια της ιστορίας, μετά από αυτό το σημείο. Να γράψετε τις σκέψεις σας σε μια παράγραφο 120 λέξεων περίπου, έχοντας κατά νου ότι είστε εσείς που από κάποια ανάγκη καλείστε να συνεχίσετε τη συγγραφή του διηγήματος.
2.   “«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη”. Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ο ένας στον άλλο, όχι τι περιμένουμε ή τι πιστεύουμε ότι θα γίνει στη συνέχεια, αλλά τι θα θέλαμε να γίνει. Ας φανταστούμε ότι είστε ένας φίλος/η του συγγραφέα. Πριν την ολοκλήρωσή του διηγήματος, αυτός σας ζητά τη γνώμη σας ή τη συμβουλή σας για το ποιο πρέπει να είναι άραγε το τέλος της ιστορίας του.
3.  Να προσπαθήσετε να δώσετε τα κυριότερα χαρακτηριστικά του χώρου και του χρόνου της αφήγησης, αιτιολογώντας την απάντησή σας με κειμενικές αναφορές.
4.  Το σκηνικό (χώρος και χρόνος της αφήγησης) παρουσιάζεται άλλοτε άμεσα (δίνονται γρήγορα και συγκεντρωτικά πληροφορίες από τον αφηγητή) είτε έμμεσα (μέσα από τα πρόσωπα, το διάλογο, τις καθημερινές δραστηριότητες, τις καιρικές συνθήκες), άλλοτε κυριολεκτικά/ρεαλιστικά και άλλοτε αλληγορικά/συμβολικά. Να εντοπίσετε ένα χωρίο μέσα στο κείμενο, στο οποίο, κατά τη γνώμη σας, το σκηνικό της αφήγησης παρουσιάζετε με καθέναν από τους παραπάνω τρόπους. Τι προσδίδει στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια η ποικιλία αυτή στους τρόπους παρουσίασης του χώρου και του χρόνου;  
5.  Το σκηνικό μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης λόγω των καιρικών συνθηκών και του χρόνου. Παράλληλα, εντοπίζονται αλλαγές στους χαρακτήρες της αφήγησης. Μπορείτε να εντοπίσετε μέσα στο κείμενο αυτή την παράλληλη μεταβολή;
6.  Το σκηνικό στην παραπάνω αφήγηση επιτελεί τις εξής λειτουργίες: α) δίνει το χωροχρονικό πλαίσιο δράσης των προσώπων, β) λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τους χαρακτήρες, γ) είναι δηλωτικό της διάθεσης των χαρακτήρων, δ) ενισχύει την επικοινωνία των προσώπων, ε) λειτουργεί ως καταφύγιο, στ) αποτελεί το χώρο ωρίμανσης των χαρακτήρων. Να βρείτε αντίστοιχα χωρία μέσα στο κείμενο, τα οποία φανερώνουν τις παραπάνω έξι λειτουργίες του σκηνικού και να εξηγήσετε τις επιλογές σας.
7.  Αν δεχτούμε ότι στην έννοια του λογοτεχνικού χώρου εντάσσονται και στοιχεία, τα οποία σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνονται άσχετα με το χώρο, ωστόσο σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση φαίνονται να δίνουν την αίσθησή του, ποιο στοιχείο της αφήγησης θα θεωρούσατε ότι λειτουργεί ως τέτοιο;  
8.  Να εντοπίσετε μέσα στην αφήγηση δύο σημεία, στα οποία αξιοποιείται ο αφηγηματικός τρόπος της περιγραφής. Το ένα θα πρέπει να δημιουργεί σχέσεις αναλογίας με τους χαρακτήρες και το άλλο σχέσεις αντίθεσης.
9.  Να εντοπίσετε μέσα στην αφήγηση δύο σημεία, στα οποία αξιοποιείται ο αφηγηματικός τρόπος της περιγραφής. Το ένα θα πρέπει να συμβάλει στην κλιμάκωση της πλοκής και στην πρόκληση αγωνίας και το άλλο στην αποκλιμάκωση της έντασης.  Να εξηγήσετε την απάντησή σας.
10.           Να δημιουργήσετε μια δική σας περιγραφή του σκηνικού της αφήγησης. Θα φανταστείτε ότι πετάτε πάνω από την παγωμένη θάλασσα  και κινηματογραφείτε τις διαδοχικές φάσεις της αλλαγής του καιρού και του χρόνου που περνάει.
11.           Αφού επισκεφτείτε τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1 και https://www.lifo.gr/articles/retronaut_articles/169393/25-spanies-fotografies-tis-proepanastatikis-rosias από τις οποίες θα πάρετε μια γενική εικόνα για την προεπαναστατική Ρωσία, να φτιάξετε έναν πίνακα με τα γνωρίσματα της ρωσικής κοινωνίας, όπως αυτά φαίνονται μέσα στο διήγημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Τα θέματα που θα σχολιάσετε είναι: οι οικογενειακές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις, η επαγγελματική δραστηριότητα, η θέση της θρησκείας. Στη συνέχεια σε μια παράγραφο να αναπτύξετε πώς επηρεάζει τους χαρακτήρες το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο (διαμορφώνει τις επιλογές, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις τους, καθώς και τις συμμαχικές ή συγκρουσιακές μεταξύ τους σχέσεις).
12.           Αφού καταγράψετε με μία μόλις φράση το θέμα του διηγήματος, όπως εσείς το αντιλαμβάνεστε, σε έναν εννοιολογικό χάρτη κεντρική έννοια αυτό το θέμα να συμπληρώσετε τις ιδέες και τις αξίες (θετικές και αρνητικές) που εκφράζουν οι αφηγηματικοί χαρακτήρες.
13.           Να σχολιάσετε τον τίτλο του διηγήματος. Τι πιστεύετε ότι πετυχαίνει με τη συγκεκριμένη επιλογή ο συγγραφέας;
14.           Να βρείτε στην αφήγηση ένα σημείο: τραγικής/δραματικής ειρωνείας, αναγνώρισης, επιβράδυνσης, περιπέτειας, παρουσίας από μηχανής θεού. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας και να πείτε πώς λειτουργούν τα παραπάνω σημεία στην ψυχή σας ως αναγνωστών/στριών και πώς στην προώθηση της δράσης και στην εξέλιξη της πλοκής.
15.           Θεωρείτε ότι επιτυγχάνονται οι αριστοτελικές αρχές του έλεου, του φόβου και της κάθαρσης στο διήγημα του Τσέχοφ; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
16.           Θεωρώντας ότι τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα του διηγήματος είναι η Νατάσα και ο άρχοντας Λιτβίνοφ, να δημιουργήσετε δύο εννοιολογικούς, οι οποίοι θα περιέχουν τις συναισθηματικές, σωματικές και διανοητικές συγκρούσεις/δοκιμασίες τους, καθώς και τις συγκρούσεις με τον εαυτό τους, με τους άλλους, με τη φύση, με το Θεό/Μοίρα. Πώς προωθούν οι παραπάνω συγκρούσεις την εξέλιξη της πλοκής και των χαρακτήρων;
17.           Να προσπαθήσετε να εντοπίσετε μέσα στο κείμενο σημεία που δημιουργούν σασπένς. Τέτοια σημεία είναι αυτά στα οποία ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια νιώθει έντονο ενδιαφέρον ή αγωνία για το αν θα γίνει κάτι, τι θα γίνει στη συνέχεια, ποιος ή τι θα δημιουργήσει ένταση, πώς θα γίνει κάτι ή πώς θα αντιδράσουν οι χαρακτήρες.
18.           Εάν κάτι που συμβαίνει υπερβαίνει τις όποιες αναγνωστικές προσδοκίες, τότε κάνουμε λόγο για έκπληξη / surprise. Θεωρείτε ότι υπάρχει τέτοιο σημείο στο διήγημα του Τσέχοφ;
19.           Προσπαθήστε να εντοπίσετε τον στόχο (επιθυμία/θέλω) των δύο κεντρικών ηρώων και την πραγματική ανάγκη τους, ώστε να γίνουν ευτυχισμένοι. Ποιο από τα δύο θεωρείτε ότι εκπληρώνετε στο τέλος;
20.           Μελετώντας το τέλος του διηγήματος, θα το χαρακτηρίζατε ανοιχτό ή κλειστό;
21.           Για πολλούς το έργο του Τσέχοφ το χαρακτηρίζουν  η θεατρικότητα ή και η ύπαρξη κινηματογραφικών τεχνικών. Θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό στο συγκεκριμένο διήγημα; Ποια στοιχεία του κειμένου επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη;
22.           «Ανάθεμα! Όλα θα ήταν αλλιώς, αν…». Αυτή είναι η αρχή μιας δικής σας ιστορίας. Το «αν» είναι καθαρά δική σας επιλογή. Το «πώς» όμως, θα το ορίσουμε εδώ. Θα πρέπει ο αναγνώστης/στρια να βρει μέσα το κείμενό σας: τραγική ειρωνεία, αναγνώριση, περιπέτεια, από μηχανής θεό, συγκρούσεις και δοκιμασίες, διάσταση ανάμεσα στο στόχο και στην ανάγκη του ήρωα και ανοιχτό τέλος. (όχι πάνω από 300 λέξεις) Ας ξεκινήσουμε…


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Νεοελληνική Γλώσσα - Η Θεωρία σε ένα κείμενο Με βάση τις ερωτήσεις της Τράπεζας Θεμάτων της Γ’ Λυκείου

Κριτήριο αξιολόγησης - Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία: Κράτος Δικαίου

Η Λογοτεχνία στην Τράπεζα Θεμάτων - Μουσικοί σ' ένα παραθαλάσσιο κέντρο - Σενάριο Μαθήματος